Το πραξικόπημα
Το πρωί της 21ης Απρίλη οι κάτοικοι της Αθήνας αντίκρισαν ένα σκηνικό πραγματικού τρόμου. Τανκς, στρατιωτικά οχήματα και περιπολίες στρατιωτικών στους δρόμους δεν άφηναν αμφιβολία ότι τη νύχτα που πέρασε είχε «γεννήσει» στη χώρα τη στρατιωτική δικτατορία.
Το ραδιόφωνο από πολύ νωρίς μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια και συνθήματα, που έκαναν λόγο για κάποια… επανάσταση, η οποία είχε κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα. Στις 6.30 π.μ. μεταδόθηκε ανώνυμη ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν ότι «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας». Λίγο αργότερα μεταδόθηκε και βασιλικό διάταγμα, με το οποίο αναστέλλονταν τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του Συντάγματος περί ατομικών δικαιωμάτων, ελευθεριών κλπ.
Τέλος, μεταδόθηκαν ανακοινώσεις για απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων και πολιτών στους δρόμους της Αθήνας, ανάληψης χρημάτων από τις τράπεζες, για διακοπή των μαθημάτων στα σχολεία, για κλείσιμο του χρηματιστηρίου κ.ο.κ.
Οι πραξικοπηματίες είχαν κινηθεί βάσει σχεδίου από τις 2 π.μ. της 21ης Απρίλη. Γρήγορα κατέλαβαν το Πεντάγωνο, τα βασικά υπουργεία και υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες και τους ραδιοσταθμούς. Επίσης συνέλαβαν το νόμιμο πρωθυπουργό Π. Κανελλόπουλο, υπουργούς, πολιτικούς ηγέτες, απλούς πολίτες και, κυρίως, κομμουνιστές και αριστερούς.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μέχρι τις 30 Απρίλη είχαν συλληφθεί 8.270 άνδρες και γυναίκες, από τους οποίους οι 6.118 εκτοπίστηκαν στη Γυάρο. Σύμφωνα, όμως, με τους υπολογισμούς των πολιτικών κομμάτων και των ξένων δημοσιογράφων, οι συλλήψεις έφτασαν τις 10.000 με 12.000. Αυτούς που συνέλαβε η αστυνομία της Αθήνας τους μετέφεραν στην αρχή, για μερικές μέρες, στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Όσους συνέλαβε η αστυνομία Πειραιά τους μετέφεραν στο Στάδιο Καραϊσκάκη, ενώ οι συλληφθέντες από τα προάστια μεταφέρθηκαν στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη διευθύνθηκε από μια ηγετική ομάδα 15 στρατιωτικών – κατά βάση συνταγματαρχών και αντισυνταγματαρχών – στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος (ο δικτάτωρ), ο συνταγματάρχης Ν. Μακαρέζος και ο ταξίαρχος Στ. Παττακός. Ενα βασικό χαρακτηριστικό των οργανωτών του πραξικοπήματος ήταν πως όλοι τους ανήκαν ή είχαν στενές σχέσεις με την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, την περιβόητη ΚΥΠ.
Από τους 24 κατηγορούμενους που δικάστηκαν μετά τη μεταπολίτευση ως πρωταίτιοι για το πραξικόπημα, οι περισσότεροι είχαν θητεύσει στην ΚΥΠ ή στο Β` Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ΚΥΠ, η οποία επίσης ήταν συνδεδεμένη με τη CIA, που σημαίνει ότι στο πραξικόπημα είχαν αναμειχθεί και οι Αμερικάνοι.
Οι πρώτες εκδηλώσεις αντίστασης και οι πρώτοι νεκροί
Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Ο Αλέξανδρος Ζαούσης κάνει λόγο για πέντε νεκρούς τη «νύχτα της “Εθνοσωτηρίου”». Πιο γνωστή, όμως, είναι η περίπτωση της δολοφονίας του κομμουνιστή Παναγιώτη Ελή που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στις 25 Απρίλη στον Ιππόδρομο από τον ανθυπίλαρχο Κώτσαρη Κωνσταντίνο.
Οι λαϊκές αντιδράσεις τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος ασφαλώς δεν ήταν αυτές που θα περίμενε κανείς. Ο πολιτικός κόσμος που θα μπορούσε να προετοιμάσει, να προκαλέσει και να ηγηθεί τέτοιων αντιδράσεων, δηλαδή η ΕΔΑ κι ένα τμήμα του Κέντρου, πιάστηκε στον ύπνο, ενώ το ΚΚΕ ήταν παράνομο, με την ηγεσία του εκτός Ελλάδος και χωρίς παράνομες κομματικές οργανώσεις στη χώρα.
Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα, ο Ανδρέας Παπανδρέου καθησύχαζε την Αριστερά ότι το πραξικόπημα είχε πάρει αναβολή. Ο ίδιος, ως φαίνεται, περίμενε την εκδήλωσή του από τους στρατηγούς, από τον κύκλο των οποίων είχε πιθανόν κάποια πληροφόρηση. Στο πνεύμα αυτό, στην ΕΔΑ γίνονταν συζητήσεις με θέμα «Γιατί δε θα γίνει πραξικόπημα» (Ο Λ. Κύρκος διαβεβαίωνε τότε όσους αγωνιούσαν ότι «το 1967 δεν είναι 1936») και η αρθρογραφία της «Αυγής» των τελευταίων ημερών είχε επικεντρωθεί ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση.
Με βάση όλα τα παραπάνω, εξηγείται και η απουσία σημαντικής λαϊκής αντίδρασης στην επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών. Εντούτοις κάποια λαϊκά ξεσπάσματα υπήρξαν.
Το μεσημέρι της 21ης Απρίλη, στα Γιάννενα σημειώθηκε η πρώτη λαϊκή αντίδραση στο πραξικόπημα, όταν πολλοί φοιτητές με καθηγητές τους συγκεντρώθηκαν γι’ αυτό το λόγο στο προαύλιο του Πανεπιστημίου της πόλης παρουσία και του δημάρχου. Η Χωροφυλακή που επενέβη συνέλαβε 14 φοιτητές και τον δήμαρχο.
Στο Ηράκλειο της Κρήτης ο λαός βγήκε στους δρόμους και πραγματοποίησε μεγάλη συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας, την οποία η Χωροφυλακή δεν κατάφερε να διαλύσει, με αποτέλεσμα να επέμβουν στρατιωτικά τμήματα, τα οποία χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά.
Ένας διαδηλωτής, ο Άγγελος Τσαγκαράκης, τραυματίστηκε και 30 άτομα συνελήφθησαν. Μικρές λαϊκές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η δικτατορία κατάφερε να επιβληθεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και η χώρα μετατρεπόταν σε ασθενή στα χέρια του …χειρουργού Γ. Παπαδόπουλου, ο οποίος, στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για λογαριασμό του νέου καθεστώτος, δήλωσε με απόλυτο κυνισμό για τις προθέσεις αυτού και των ομοίων του:
«Μην ξεχνάτε κύριοι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον ενός ασθενούς, τον οποίο να έχωμεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει περίπτωσις αντί διά της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας του, να τον οδηγήση εις τον θάνατον… Οι περιορισμοί τους οποίους θα επιβάλωμεν είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της κλίνης διά να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν».
Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτό το χειρουργείο και το κόψε – ράψε των χειρουργών. Αλλά για να συμβούν όλα αυτά τεράστιες ευθύνες φέρνει και ο αστικός πολιτικός κόσμος.
Τι γέννησε τη δικτατορία
Για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα, είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε στη δομή και στο περιεχόμενο του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ενός καθεστώτος που χωρίς αμφιβολία δεν ήταν μια συνηθισμένη αστική δημοκρατία.
Η πολιτική δημοκρατία μετά τον Εμφύλιο ήταν, το λιγότερο, υποτυπώδης, αφού μια μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού βρισκόταν υπό διωγμό. Ο αντικομμουνισμός οργίαζε. Το εργατικό και ευρύτερα το μαζικό – λαϊκό κίνημα βίωνε ανείπωτες διώξεις και απαγορεύσεις. Το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας και της βάσης του βρισκόταν στην πολιτική προσφυγιά, εκτός Ελλάδος.
Τα στελέχη, τα μέλη, οι οπαδοί του που βρίσκονταν στη χώρα, αλλά και οι αριστεροί – προοδευτικοί πολίτες ζούσαν καθημερινά τον τρόμο που προκαλούσε ο αντίπαλος με τις εκτελέσεις, τις φυλακίσεις τις εκτοπίσεις, το ανελέητο κυνηγητό των διωκτικών αρχών, το χαφιεδισμό και τη δράση του λεγόμενου παρακράτους που συντηρούνταν και ενισχυόταν από το ίδιο το κράτος, αφού ήταν στην πραγματικότητα μέρος του κράτους.
Η οργάνωση αντισυγκεντρώσεων, η ενεργός συμμετοχή των παρακρατικών στο όργιο της βίας και νοθείας των εκλογών του ’61, αλλά και η οργάνωση δολοφονιών πολιτικών προσώπων, όπως έγινε, π.χ., στην περίπτωση του συνεργαζόμενου βουλευτή της ΕΔΑ Γρ. Λαμπράκη, φανερώνουν του λόγου το αληθές. Σε ό,τι αφορά το μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα, αυτό συγκροτούνταν από τους εξής παράγοντες:
Τα νόμιμα πολιτικά κόμματα, το παλάτι, το στρατό. Τα πολιτικά κόμματα – παρόλο που η δημοκρατία ήταν κοινοβουλευτική – βρίσκονταν αρκετά ανίσχυρα απέναντι στο στρατό και το παλάτι, πράγμα που φάνηκε περίτρανα αρκετές φορές, ενώ ο στρατός – υπό τον απόλυτο πάντα έλεγχο των αμερικανικών υπηρεσιών – ήταν μια αυτόνομη δύναμη που παρενέβαινε στις εξελίξεις και αποτελούσε τη χρυσή εφεδρεία του καθεστώτος, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πάρει την εξουσία στα χέρια του – όπως και, τελικά, έκανε.
Βεβαίως, ο αστικός πολιτικός κόσμος κατανοούσε τις ανάγκες εκσυγχρονισμού του πολιτικού του συστήματος, αλλά αυτό εμποδιζόταν από το παλάτι.
Αυτή η αντίθεση συνέβαλε και στη φυγή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι και στην παραίτηση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου το 1965. Αυτών των εξελίξεων γέννημα ήταν το πραξικόπημα και η 7χρονη δικτατορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου