Η παγκόσμια οικονομία είναι αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα.
Θα μπορέσει η ευρωζώνη να λύσει τα προβλήματα της, και να αποφύγει την διάλυση;
Θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να επαναφέρουν την ανάπτυξη;
Θα μπορέσει η Κίνα να αναστρέψει την οικονομική της στασιμότητα;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα καθορίσουν την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Άσχετα όμως με το πώς θα επιλυθούν, αυτό που είναι σίγουρο είναι πως η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε ένα σκοτεινό μακροχρόνιο τούνελ, που θα είναι εχθρικό προς την ανάπτυξη.
Άσχετα με το πώς θα διαχειριστούν τις κρίσεις τους, η Αμερική και η Ευρώπη θα έχουν μεγάλα χρέη, χαμηλή ανάπτυξη, και δυσχερείς εσωτερικές πολιτικές συνθήκες. Ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο, που θέλει το ευρώ απρόσβλητο, η Ευρώπη θα πρέπει να παλέψει για να αναδομήσει την εύθραυστη ενότητά της. Στην Αμερική, η ιδεολογική πόλωση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, θα συνεχίσει να παραλύει την οικονομία της.
Σε κάθε αναπτυγμένη οικονομία, τα υψηλά επίπεδα ανισότητας, οι εντάσεις της μεσαίας τάξης, και οι γερασμένοι πληθυσμοί πυροδοτούν πολιτικές κόντρες, εν μέσω ανεργίας, και περιορισμένων πόρων. Όσο οι δημοκρατίες αυτές στρέφονται προς τα μέσα, τόσο πιο απρόθυμοι διεθνείς συνεργάτες γίνονται, μη μπορώντας να διατηρηθούν στο παγκοσμιοποιημένο πλουραλιστικό εμπορικό σύστημα, και ανταποκρινόμενες μονομερώς στις ξένες οικονομικές πολιτικές που θεωρούν βλαβερές για τα συμφέροντά τους.
Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες αναδυόμενες αγορές, όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, και η Βραζιλία, δείχνουν ανήμπορες να καλύψουν το κενό, αφού θέλουν πρωτίστως να προστατέψουν της εθνική τους κυριαρχία, και να διατηρήσουν χώρο για ελιγμούς.
Το αποτέλεσμα που θα προκύψει θα είναι να μειωθεί περαιτέρω η διεθνής οικονομική συνεργασία.
Πρόκειται δηλαδή για ένα παγκόσμιο περιβάλλον που αφαιρεί την δυνατότητα ανάπτυξης μιας χώρας. Το πιο σίγουρο είναι πως δεν θα ξαναδούμε το είδος της ανάπτυξης που γνωρίσαμε τα 20 χρόνια πριν από την κρίση.
Θα έχουμε ένα περιβάλλον που θα παράγει βαθιές ανισότητες στην οικονομική απόδοση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κάποια κράτη θα πληγούν πολύ περισσότερο από κάποια άλλα.
Αυτοί που θα τα πάνε σχετικά καλά, θα μοιράζονται τρία χαρακτηριστικά:
Πρώτον, δεν θα βαρύνονται από υψηλό δημόσιο χρέος.
Δεύτερον, δεν θα εξαρτώνται κυρίως από την παγκόσμια οικονομία, με την ανάπτυξή τους να οφείλεται σε εσωτερικούς μάλλον παρά εξωτερικούς παράγοντες.
Τρίτον, θα πρέπει να είναι ζωντανές και δυναμικές δημοκρατίες.
Το χαμηλό δημόσιο χρέος είναι σημαντικός παράγοντας, διότι όταν τα επίπεδά του αγγίξουν το 80-90% του ΑΕΠ, τότε επιβραδύνεται η οικονομική ανάπτυξη, ακινητοποιείται η δημοσιονομική πολιτική, παραμορφώνεται η οικονομία, προκαλούνται φορολογικές τριβές, και δημιουργούνται συγκρούσεις σχετικές με την αναδιανομή πόρων.
Οι κυβερνήσεις που παλεύουν για να μειώσουν το χρέος, δεν μπορούν να αναλάβουν τις επενδύσεις που απαιτεί μια μακροπρόθεσμη διαρθρωτική αλλαγή. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), οι περισσότερες από τις μεγάλες αναπτυγμένες χώρες ανήκουν, ή θα ανήκουν σύντομα σε αυτήν την κατηγορία.
Πολλές αναδυόμενες αγορές, όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, έχουν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν το δημόσιο χρέος τους. Δεν μπόρεσαν όμως να συγκρατήσουν τον ιδιωτικό δανεισμό, και έτσι, επειδή συνήθως τα ιδιωτικά χρέη μετατρέπονται σε δημόσια, το χαμηλό δημόσιο χρέος μπορεί να μην είναι αρκετό για να σώσει τις χώρες αυτές.
Σε μειονεκτική θέση θα βρεθούν επίσης και οι χώρες που στηρίζονται υπέρμετρα στην παγκόσμια αγορά και οικονομία για την ανάπτυξή τους. Μια εύθραυστη παγκόσμια οικονομία δεν θα είναι φιλόξενη στους ξένους πιστωτές και δανειζόμενους.
Κράτη με μεγάλα ελλείμματα στα εμπορικά τους ισοζύγια (π.χ. Τουρκία), θα είναι όμηροι στα σκαμπανεβάσματα των αγορών. Αυτά με τεράστια πλεονάσματα (π.χ. Κίνα) θα υποστούν πιέσεις , και αντίποινα, για να περιορίσουν την μερκαντιλιστική τους πολιτική.
Η ανάπτυξη που θα βασίζεται στην εσωτερική ζήτηση, θα αποτελεί πιο βιώσιμη στρατηγική απ αυτήν που βασίζεται στις εξαγωγές. Αυτό σημαίνει πως χώρες με μεγάλη εσωτερική αγορά, και με μια ευημερούσα μεσαία τάξη, θα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Τέλος, οι δημοκρατίες θα υπερτερούν, επειδή διαθέτουν εκείνους τους θεσμικούς μηχανισμούς της διαχείρισης κρίσεων, που στερούνται τα απολυταρχικά καθεστώτα. Κάποιες δημοκρατίες, όπως η Ινδία, μπορεί μερικές φορές να βραδυπορούν, και να παραλύουν, αλλά διαθέτουν τα πλαίσια συνεργασίας, συμβουλής, και ανταπόδοσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων, που είναι κρίσιμοι παράγοντες σε εποχές αναταράξεων και σοκ.
Αν τέτοιοι θεσμοί απουσιάζουν, οι διαφωνίες για την αναδιανομή μπορούν εύκολα να εξελιχτούν σε διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, και κοινωνικές συγκρούσεις. Σε αυτό το σημείο είναι που η Ινδία και η Ν. Αφρική υπερτερούν της Κίνας ή της Ρωσίας. Τα κράτη που βρίσκονται υπό τον έλεγχο απολυταρχικών ηγετών, όπως η Τουρκία και η Αργεντινή, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.
Ένας σημαντικός δείκτης του μεγέθους των νέων παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων είναι ότι ελάχιστα είναι τα κράτη που καλύπτουν τις τρεις παραπάνω απαιτήσεις. Η Κίνα για παράδειγμα, στερείται των δυο.
Οι καιροί θα είναι δύσκολοι για όλους. Κάποιοι όμως, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, και η Ν. Κορέα, θα τα πάνε πιο καλά από τους υπόλοιπους.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου