Παλαιά Διαθήκη
Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το «περιούσιο» έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα.
Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη.
Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία».
Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές».
Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην Ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Νεφιλίμ (ή Νεφελίμ) είναι μια εβραϊκή λέξη αβέβαιης ετυμολογίας η οποία στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδεται ως “Γίγαντες”
(Γεν. 6,4. Αριθμ. 13,33-34). Στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας έχουν βρεθεί κείμενα και αποσπάσματα κειμένων που κάνουν λόγο για τον Ενώχ, ανάμεσα στα οποία είναι και το Βιβλίο των Γιγάντων, το οποίο διαβαζόταν ευρύτατα (μεταφρασμένο σε διάφορες γλώσσες) στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Οι “γίγαντες”, στο αποκαλυπτικό αυτό έργο αναφέρονται ως απόγονοι των πεπτωκότων αγγέλων και των θυγατέρων των ανθρώπων, όπως άλλωστε και στο ίδιο το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ, το οποίο στο σημείο αυτό εμφανίζεται να υπομνηματίζει το 6ο βιβλικό κεφάλαιο της Γενέσεως.
Γεν. 6,1-6 (σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο της Μετάφρασης των εβδομήκοντα):
1 Και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης, και θυγατέρες εγενήθησαν αυτοίς.
2 ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ων εξελέξαντο.
3 και είπεν κύριος ο θεός Ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα δια το είναι αυτούς σάρκας, έσονται δε αι ημέραι αυτών εκατόν είκοσι έτη.
4 οι δε γίγαντες ήσαν επί της γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ̓ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων και εγεννώσαν εαυτοίς, εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ’ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί.
5 Ιδών δε κύριος ο θεός ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γης και πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας,
6 και ενεθυμήθη ο θεός ότι εποίησεν τον άνθρωπον επί της γης, και διενοήθη.
Η Κιβωτός του Νώε ήταν, σύμφωνα με όσα περιγράφονται στο βιβλίο της Γένεσης της Βίβλου, μεγάλη κιβωτός την οποία διέταξε στο Νώε ο Θεός να κατασκευάσει λόγω του μεγάλου κατακλυσμού που επρόκειτο να φέρει. Σύμφωνα με τη Βίβλο ο Θεός ευχαριστήθηκε από το πόσο δίκαιος ήταν ο Νώε και αποφάσισε να εκλέξει αυτόν ως σωτήρα του ανθρωπίνου είδους αλλά και των άλλων ειδών ζωής από το μεγάλο κατακλυσμό.
Μήνυσε στο Νώε να κατασκευάσει μια κιβωτό με τετράγωνα ξύλα και να την ασφαλτώσει από μέσα και από έξω. Συγκεκριμένα η βίβλος αναφέρει τριακοσίων πήχεων το μήκος της κιβωτού και πεντήκοντα πήχεων το πλάτος και τριάκοντα πήχεων το ύψος αυτης· Επισυνάγων ποιήσεις την κιβωτων και εις πηχυν συντελέσεις αυτήν άνωθεν· την δε θύραν της κιβωτού ποιήσεις εκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα και τριώροφα ποιήσεις αυτήν (Γένεσις ΣΤ’ 15-16). Μέσα σε αυτή τη κιβωτό ο Νώε έβαλε την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τους τρεις γιους του (Σημ, Χαμ και Ιάφεθ) με τις γυναίκες τους καθώς και ζευγάρια από όλα τα ζώα της υφηλίου (Γένεσις ΣΤ’-Ζ’). Μετά από τον κατακλυσμό και τον αφανισμό του διεφθαρμένου γένους των ανθρώπων, η κιβωτός προσάραξε στην κορυφή του όρους Αραράτ.
Το παρακάτω ντοκιμαντέρ είναι αποκαλυπτικό...
Σχέση Καινής και Παλαιάς Διαθήκης
Για τους χριστιανούς, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν μέρη ενός ενιαίου οργανικού συνόλου με κοινό θεολογικό ενδιαφέρον το οποίο εστιάζεται στον Χριστό, καθώς η σχετική θεία υπόσχεση για τον ερχομό Του, την οποία συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη, εκπληρώνεται στην Καινή.
Ήδη από την πρώτη περίοδο του χριστιανισμού, όταν αισθάνονται οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς την ανάγκη να υπερασπιστούν τα πιστεύω τους, επιμένουν ότι δεν πρόκειται για κάτι που εμφανίζεται «για πρώτη φορά, ξεκάρφωτο ή ουρανοκατέβατο», αλλά αντιθέτως, αφορά πίστη «μη νέαν και ξένην», η οποία έχει βαθιές ιστορικές αλλά και θεολογικές ρίζες, αφού στηρίζεται στην αρχαιότητα της και στα αρχαία δόγματα της διδασκαλίας της.
Η Π.Δ. ξεκινά με την κλήση από τον Θεό ενός περιπλανώμενου βοσκού, του Αβραάμ, ο οποίος ζούσε στην πόλη Ουρ της αρχαίας βαβυλώνας την εποχή του Χαμμουραμπί (18ος αι. π.Χ.). Η βιβλική ιστορία στο σύνολό της, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός στον κόσμο, συνεργαζόμενος μετά από συμφωνία, με μια ομάδα ανθρώπων, αλλά με σαφή αναφορά στο σύνολο της ανθρωπότητας και όχι σε έναν λαό μόνο.
Κατόπιν, και η ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας αναφέρεται επίσης σε όλη την ανθρωπότητα ως μια συνέχεια της λεγόμενης Θείας Οικονομίας η οποία συντελείται μέσα στην ιστορία και μπαίνει σε μια «αποφασιστική φάση» της, με την παρουσία του Χριστού.
Η Παλαιά Διαθήκη για τους χριστιανούς, δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο της εβραϊκής βίβλου, υπό τη θεώρηση των ιουδαίων. Οι χριστιανοί θεωρούν ότι έχει φυσική συνέχεια με την Κ.Δ. και ότι είναι ακατανόητη χωρίς την παρουσία του Χριστού και όσων διαδραματίσθηκαν στην επίγεια ζωή του.
Ο ίδιος ο Χριστός άλλωστε, είδε στην Π.Δ. «να προεικονίζονται η ζωή και η δράση του και να προδιαγράφονται ο θάνατος και η ανάσταση του». Σε αντιδιαστολή με τους ιουδαίους, οι χριστιανοί κατανοούν χριστολογικά την Π.Δ., θεωρούν ότι εκπληρώνεται στην Κ.Δ. και ότι οι δύο Διαθήκες λειτουργούν σε αδιάσπαστη θεολογική ενότητα, με την διαφορά ότι η Π.Δ. προπαιδεύει τον άνθρωπο «εις Χριστόν» ενώ η Κ.Δ. τον οδηγεί σε τελείωση «εν Χριστώ»
Τρόποι ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης
Σύμφωνα με την ισχύουσα θεολογική πραγματικότητα της πλειοψηφίας των ομολογιών, η ερμηνεία της Π.Δ. δεν πραγματοποιείται με την απλή ανάγνωση του κειμένου, αλλά έχοντας ως βάση την ερμηνεία που μια εκκλησία αποδέχεται γι αυτές.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, «πίσω από ανθρωποπαθείς, εικονικές, μεταφορικές, παραβολικές ή αινιγματικές λέξεις, φράσεις ή διηγήσεις…συμβολικές ονομασίες προσώπων ή ζωικών οργανισμών…κ.ά.» οι Πατέρες ερμηνεύουν «διά μέσου του γράμματος» το «υποκείμενο πράγμα».
Για παράδειγμα, κάθε φορά που γίνεται η διαπίστωση ότι η Π.Δ. αντιλαμβάνεται το Θεό άλλοτε ως τιμωρό της αμαρτίας, «και άλλοτε ως στοργικό και οικτίρμονα», όταν ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται να λέει «διά του Ιεζεκιήλ» «εγώ ειμί Κύριος ο τύπτων» (7,6) και «εγώ [ειμί] Κύριος ο αγιάζων» (20,12), η ερμηνεία των εκφράσεων αυτών δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά εφόσον η θεολογική παράδοση αποδέχεται ότι, ουδέποτε, οτιδήποτε κακό δεν είναι δυνατόν να προέρχεται από τον Θεό, ακολουθείται αυτή η ερμηνευτική γραμμή.
Έτσι, όσοι ερμηνευτές «επιμένουν πεισματικά στην κατά γράμμα ερμηνεία ακόμα και εικονικών, παραβολικών…ή άνθρωποπαθών διηγήσεων της Γραφής…στιγματίζονται συλλήβδην από τους ορθοδόξους Πατέρες».
Αυτό σημαίνει ότι η ορθή ερμηνευτική μέθοδος θα πρέπει να βρίσκεται σε οργανική σύνδεση Αγίας Γραφής και Ιησού Χριστού και από το συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτει ότι «οι εκφράσεις και οι εικόνες της Αγίας Γραφής…περί Θεού φοβερού και τιμωρού είναι σωστές, όχι επειδή όντως ο Θεός οργίζεται και τιμωρεί, αλλά γιατί ο ένοχος και αμαρτωλός άνθρωπος βλέπει το Θεό ως τιμωρό. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις την επιγραφήν των Ψαλμών, PG 44, 557D».
Ωστόσο υπάρχουν και αντίθετες απόψεις, όπως του Βιολόγου R. Dawkins(Βλ. “Η περι Θεού αυταπάτη”), που υποστηρίζουν πως αυτος ο τρόπος ερμηνείας, εφόσον αναγκαστικά χρησιμοποιεί την ανθρώπινη κρίση ως κριτήριο του “καλού” και “ηθικού” και εφόσον μια τέτοια κρίση δεν μπορεί να απορρέει απο την κυριολεκτική απόδοση των κειμένων, υποδεικνύει πως οι γραφές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικές αναφορές θεϊκής ηθικής άλλα απλά αντικατοπτρισμός της εκάστοτε κοινωνικής επιταγής.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου