Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Βρετανικά αρχεία για την περίοδο 1980 – 1983 στην Κύπρο


Τα νέα αποχαρακτηρισθέντα αρχεία από το βρετανικό πρωθυπουργικό γραφείο (1980-1983) δείχνουν ότι από την πρώτη στιγμή της μονομερούς ανακήρυξης «ανεξαρτησίας» του ψευδοκράτους από τον Ραούφ Ντενκτάς στις 15/11/83, η βρετανική κυβέρνηση αποδοκίμασε την ενέργεια και ήταν σε επικοινωνία με τη Λευκωσία.

Άμεσα ο υπουργός Εξωτερικών Τζέφρι Χάου προέβη σε δήλωση αποδοκιμασίας στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε ερώτηση βουλευτή αν η μονομερής ανακήρυξη είχε υποκινηθεί ή εγκριθεί από το στρατό ή τον εντολοδόχο πρωθυπουργό Οζάλ στην Τουρκία, ο κ. Χάου απάντησε ότι φαινόταν πως οι Τούρκοι είχαν πιαστεί εξ απίνης, χωρίς όμως ο ίδιος να ήταν σε θέση να έχει αποδείξεις για τον τουρκικό ρόλο.

Σε επιστολή του προς την Μάργκαρετ Θάτσερ την ίδια ημέρα με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, ο πρόεδρος Κυπριανού σημείωνε μεταξύ άλλων ότι η ενέργεια συνιστούσε σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και δημιουργούσε μία πολύ εκρηκτική κατάσταση σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ζητούσε από την Θάτσερ τη στήριξη της κυβέρνησής της και τη βοήθειά της στα Ηνωμένα Έθνη για να απαιτηθεί από την κυβέρνηση της Τουρκίας να φέρει το παράνομο καθεστώς σε άμεσο τέλος.

Σε διάρκειας εννέα λεπτών τηλεφώνημα που είχε προηγηθεί στις 10.16 το πρωί ώρα Λονδίνου, η Βρετανίδα πρωθυπουργός είχε εκφράσει τη βαθιά ταραχή της κυβέρνησής της και είχε αναφέρει στον Κύπριο πρόεδρο ότι το Λονδίνο είχε ξεκαθαρίσει στον Ντενκτάς την εναντίωσή του από πριν.

Η προσοχή στη συνέχεια στράφηκε στη σύνταξη του ψηφίσματος με το οποίο τα Ηνωμένα Έθνη αποδοκίμαζαν την ανακήρυξη «ανεξαρτησίας» (541/1983). Σε ενημέρωση από τη μόνιμη αντιπροσωπεία της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη αναφερόταν ότι μετά από την αρχική παρουσίαση των βρετανικών διατυπώσεων στο Γιώργο Ιακώβου, ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών είχε αντιπροτείνει μια σειρά τροποποιήσεων. Οι αλλαγές περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την αντικατάσταση της λέξης «αποδοκιμάζω» (deplore) με τη λέξη «καταδικάζω» (condemn). Ο Βρετανός διπλωμάτης στα Ηνωμένα Έθνη του είπε ότι οι αλλαγές θα διέλυαν τις διαπραγματεύσεις. Τον προειδοποίησε επίσης για τον κίνδυνο καθυστέρησης της ψήφισης και του είπε ότι θα κατέθετε το σχέδιο ανεξαρτήτως συμφωνίας του. Ο Ιακώβου έφυγε και επέστρεψε μετά από διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο Κυπριανού και είπε ότι θα αποδεχόταν το κείμενο με ένα αδιαπραγμάτευτο σημείο: ότι στην παράγραφο δύο θα κηρυσσόταν το τουρκοκυπριακό ψήφισμα «νομικά άκυρο». Ο Βρετανός συμφώνησε. Η ανακοίνωση ότι το βρετανικό ψήφισμα είχε την κυπριακή στήριξη «άλλαξε όλη την ατμόσφαιρα», σημείωνε ο Βρετανός διπλωμάτης.

Τέσσερις ημέρες αργότερα (21/11/83) η Θάτσερ έστειλε επιστολή στον Κυπριανού επιβεβαιώνοντας τις βρετανικές θέσεις και επισημαίνοντας τις κινήσεις της κυβέρνησής της στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ανέφερε επίσης ότι είχε στείλει μήνυμα στον Τούρκο πρόεδρο Εβρέν, προτρέποντάς τον να βοηθήσει στο να εξασφαλίσει ανάκληση της τουρκοκυπριακής διακήρυξης. Ωστόσο, επισήμαινε στον Κύπριο πρόεδρο ότι θα ήταν πολύ λυπηρό αν αυτή η ενέργεια, όσο ανεπιθύμητη και αν ήταν, οδηγούσε στην κατάρρευση των διακοινοτικών διαβουλεύσεων υπό το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Το σκεπτικό της στάσης της Βρετανίας παρουσιαζόταν την ίδια ημέρα (21/11/83) σε εσωτερικό έγγραφο με την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών Χάου. Όπως ανέφερε, τα βρετανικά συμφέροντα στις Βρετανικές Βάσεις απαιτούσαν την επίδειξη κάποιας συμπάθειας για τους Ελληνοκύπριους. «Αλλά τα ευρύτερα συμφέροντα της μη αποξένωσης της Τουρκίας από τη Δύση και η ελληνοκυπριακή τάση να δράττεται από τη στήριξή μας και να την υπερβάλλει απαιτούν από εμάς να μην υποστηρίξουμε πλήρως τη δική τους πλευρά και να αποφύγουμε για παράδειγμα την απόλυτη καταδίκη της Τουρκίας από τη Σύνοδο Κορυφής της Κοινοπολιτείας (σσ. που πραγματοποιούταν δύο ημέρες αργότερα στην Γκόα)».

Προγενέστερα έγγραφα, όπως διπλωματική επιστολή με ημερομηνία 24/10/83 από το Βρετανό Ύπατο Αρμοστή στη Λευκωσία Γουϊλιαμ Γουϊλμπερφορς προς το Φόρεϊν Όφις, περιέγραφαν τις προειδοποιήσεις του Λονδίνου προς τον Ντενκτάς να μην προβεί στη φημολογούμενη τότε μονομερή κίνησή του.

Επιστολή της 4/11/83 από τον Ρότζερ Μπόουν, ιδιαίτερο γραμματέα του υπουργού Εξωτερικών Χάου, προς τον ιδιαίτερο γραμματέα της πρωθυπουργού Θάτσερ, Άρθουρ Τζον Κόουλς ανέφερε ότι η βρετανική αντίδραση στην πιθανολογούμενη κίνηση Ντενκτάς έπρεπε να «χρωματιστεί» μεταξύ άλλων από την ανάγκη να φανεί το Λονδίνο ότι πληρούσε τις υποχρεώσεις του από τη Συνθήκη Εγγυήσεων του 1960. Αφού παρατίθεντο οι πιθανές κινήσεις άμεσης διπλωματικής αντίδρασης κατά του Ντενκτάς, ο Βρετανός διπλωμάτης σημείωνε: «Δεν θα επιθυμούσαμε να προτείνουμε οποιαδήποτε στρατιωτική δράση στην προσπάθεια εκπλήρωσης της εγγύησης στη Συνθήκη του 1960, καθώς αυτό θα σήμαινε ευθεία σύρραξη με σύμμαχο του ΝΑΤΟ». Προς επίρρωση αυτής της θέσης, ο Μπόουν τόνιζε: «Νομίζω ότι είναι σωστό να συμπεράνουμε, όπως έχει κάνει η πρωθυπουργός, ότι δεν θα μπορούσαμε στην πράξη να εκπληρώσουμε την εγγύηση εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου».

Στην ίδια αναλυτική επιστολή, ο Ρότζερ Μπόουν ανέφερε πως φαινόταν ότι η Τουρκία στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα είχε επιτυχώς συγκρατήσει τον Ντενκτάς από το να προβεί στη μονομερή ανακήρυξη. Η βρετανική εκτίμηση για αυτή τη στάση της Τουρκίας ήταν ότι στην Άγκυρα είχαν κρίνει πως οι διεθνείς αντιδράσεις δε θα ήταν προς το γενικότερο συμφέρον τους. Ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ότι «η βούληση και ικανότητα (των Τούρκων) να ασκούν μακροπρόθεσμα επιρροή προς αυτή την κατεύθυνση ίσως να είχε ελαττωθεί».

Οι Ελληνοκύπριοι από την άλλη πλευρά, σχολίαζε ο Βρετανός διπλωμάτης, συνειδητοποιούσαν ότι η ανακήρυξη ανεξαρτησίας θα έθετε πιθανώς τέρμα σε κάθε πιθανότητα λύσης του Κυπριακού με όρους έστω λίγο αποδεκτούς από τους ίδιους. Για το λόγο αυτό ο πρόεδρος Κυπριανού απέφευγε να δώσει αφορμή στον Ντενκτάς, σχολίαζε ο συντάκτης.

Οι Βρετανοί ανέμεναν αντιδράσεις από την πλευρά της Ελλάδας. «Έχοντας λίγο πραγματικό ενδιαφέρον για τις κοινότητες στην Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ανακήρυξη για τους δικούς της σκοπούς, συγκεντρώνοντας δυτική υποστήριξη για τις ελληνικές θέσεις έναντι της Τουρκίας», ανέφερε το Φόρεϊν Όφις σχολιάζοντας το ρόλο του Ανδρέα Παπανδρέου. Εκφραζόταν δε φόβος μήπως η Ελλάδα λάμβανε ως αφορμή την ανακήρυξη Ντενκτάς για τοποθέτηση πρόσθετων στρατιωτών στην Κύπρο.

Το Φόρεϊν Όφις έθετε επίσης με την ίδια επιστολή για πρώτη φορά υπόψη του πρωθυπουργικού γραφείου το ενδεχόμενο υποβολής ενός βρετανικού σχεδίου ψηφίσματος στα Ηνωμένα Έθνη σε περίπτωση επιβεβαίωσης των ανησυχιών για την κίνηση Ντενκτάς. Ίσως θα βοηθούσε στη διατήρηση της πρωτοβουλίας και θα προλάβαινε ένα πιο ακραίο ψήφισμα που θα ήταν δύσκολο να στηρίξει το Λονδίνο. «Άμεσες προτάσεις για διπλωματική δράση θα βοηθούσαν στην αποφυγή προτάσεων για "λιγότερο κατάλληλες ενέργειες"», αναφερόταν.






Δικοινοτικές συνομιλίες

Καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτουν τα νέα αποχαρακτηρισθέντα βρετανικά αρχεία (1980-1983) οι Βρετανοί πολιτικοί και διπλωμάτες που αναφέρονταν στο Κυπριακό τόνιζαν την προσήλωση του Λονδίνου στις διακοινοτικές συνομιλίες, υπό την αιγίδα των καλών υπηρεσιών του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών (πρώτα του Κουρτ Βαλντχάιμ και μετά του Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ).

Μετά την ανάδειξη του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία στην Ελλάδα, διατυπώνονταν ανησυχίες περί επιδίωξης της Λευκωσίας να διεθνοποιήσει το ζήτημα υπό την επιρροή των Αθηνών, όπως εκτιμούσαν οι Βρετανοί.

Εξάλλου, σε διάφορα έγγραφα καθορισμού πολιτικής του Φόρεϊν Όφις αναφερόταν ότι οι καλές σχέσεις με την κυπριακή κυβέρνηση ήταν σημαντικές λόγω των Βρετανικών Βάσεων, η απρόσκοπτη λειτουργία των οποίων εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ελληνοκυπριακή καλή θέληση. Επίσης η Βρετανία είχε ευρύτερο ενδιαφέρον ως εγγυήτρια δύναμη, ενώ σε όλα αυτά έπρεπε να συνυπολογίζεται και η σημασία των καλών σχέσεων με την Τουρκία.

Η πρώτη αναφορά στο Κυπριακό εντοπίζεται σε μια περίληψη της συνάντησης Θάτσερ-Κυπριανού στην Ντάουνινγκ Στριτ στις 29/2/80. Ο Κύπριος πρόεδρος, σύμφωνα με το έγγραφο, απέδωσε την κατάρρευση της λεγόμενης συμφωνίας Κυπριανού-Ντενκτάς που προέβλεπε συνάντηση τον Ιούνιο του 1979 σε ξαφνική αλλαγή στάσης των Τουρκοκυπρίων. Όπως εξήγησε, είχαν απαιτήσει την αποδοχή της διζωνικότητας ως προϋπόθεση για την πρόοδο των συνομιλιών. Η διζωνικότητα, όπως την εννοούσαν, σήμαινε διχοτόμηση και όχι ομοσπονδία, σχολίασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσθέτοντας ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν απέκλειαν τη συζήτηση περί διζωνικότητας, αλλά δεν την αποδέχονταν ως προϋπόθεση. Ο Κυπριανού τόνισε δε ότι δεν ανέμενε ουδετερότητα από τη Βρετανία, αλλά στήριξη.

Τον Ιούλιο του επόμενου έτους, του 1981, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία ενημέρωνε το Λονδίνο ότι ο Ντενκτάς είχε συμφωνήσει να υποβάλει προτάσεις των Τούρκων για το εδαφικό, το σύνταγμα και την ασφάλεια (σσ: ήταν η περίοδος των αποκαλούμενων τουρκοκυπριακών «περιεκτικών προτάσεων») χωρίς απόπειρα να κάνει τροποποιήσεις. Η αντίδραση των Βρετανών ήταν ότι οι προτάσεις έφερναν σε δύσκολη θέση την ελληνοκυπριακή πλευρά που έπρεπε – και αναμενόταν – να απαντήσει θετικά.

Στις αρχές Αυγούστου ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ούγκο Γκόμπι είχε αντιδράσει έντονα όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Μητσοτάκης εξέφρασε απογοήτευση με τις προτάσεις. Σε αυστηρό ύφος ο Γκόμπι απάντησε ότι θα ήταν «ιστορικό λάθος» αν οι Ελληνοκύπριοι απέρριπταν τις προτάσεις. Στις 18 του ίδιου μήνα ο Νίκος Ρολάνδης εξηγούσε στο Βρετανό Ύπατο Αρμοστή στη Λευκωσία ότι το Εθνικό Συμβούλιο είχε αποδεχθεί τις προτάσεις, παρά την ανεπάρκειά τους. Ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών έθεσε παράλληλα πιθανότητα προσφυγής στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενδεχόμενο που συχνά μέσα στα έγγραφα χαρακτηρίζουν ανεπιθύμητο οι Βρετανοί.

Στις 12/10/81, ενόψει της «αξιολόγησης των ιδεών Βαλντχάιμ», περιγράφεται σε έγγραφο του μονίμου αντιπροσώπου της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη Άντονι Πάρσονς η συνάντηση Κυπριανού-Βαλντχάιμ, η οποία «δεν είχε πάει καλά». Η εκτίμηση του βοηθού ΓΓ Μπράιαν Ούρκουχαρτ ήταν ότι ο Κύπριος πρόεδρος είχε εμφανιστεί αδιάλλακτος και ότι δεν ήθελε γνήσια διαπραγμάτευση. Είχε πει δε πως ήθελε επιστροφή στη Γενική Συνέλευση. Δύο ημέρες αργότερα η δεύτερη συνάντηση Κυπριανού-Βαλντχάιμ χαρακτηριζόταν «πολύ δυσάρεστη». Κυπριανού και Ρολάνδης είχαν δηλώσει έκπληκτοι με τις ιδέες του Ούγκο Γκόμπι που προωθούνταν από τον ΓΓ. Η αίσθηση ήταν ότι ο Κύπριος πρόεδρος πόνταρε στη νίκη Παπανδρέου στην Ελλάδα στις εκλογές που διεξάγονταν λίγες ημέρες μετά.

Λίγους μήνες αργότερα, αναφερόμενος στην επίσκεψη Παπανδρέου στην Κύπρο (27/2-1/3/82) ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία εντόπιζε αναφορές σε διεθνοποίηση του ζητήματος, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Οι Κύπριοι είναι πανέτοιμοι να πιστέψουν ότι άλλοι μπορούν και οφείλουν να λύσουν τα προβλήματά τους. Ο Παπανδρέου θα ενίσχυσε αυτή την ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας ηγέτης είχε μιλήσει ξεκάθαρα για ανάγκη διαχωρισμού της διακοινοτικής από τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού.

Στις 4/3/82 ο Παπανδρέου απέστειλε γράμμα στην Θάτσερ καταθέτοντας επίσημα σκέψεις διεθνοποίησης του Κυπριακού, κάτι που το Φόρεϊν Όφις εσωτερικά χαρακτήρισε «ανάθεμα» για την τουρκική πλευρά. Στην απάντησή της με ημερομηνία 25/3/82 η Βρετανίδα πρωθυπουργός σημείωνε ότι ήταν απαραίτητο να αποφευχθούν ενέργειες που θα υπονόμευαν τις διακοινοτικές συνομιλίες. «Λύση θα επιτευχθεί μόνο μέσω συμφωνίας μεταξύ των Κυπρίων», κατέληγε η επιστολή Θάτσερ. Διαβάζοντας τέσσερις ημέρες αργότερα αντίγραφο της επιστολής, ο νέος ΓΓ του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ είπε στους Βρετανούς διπλωμάτες ότι απηχούσε απόλυτα τις απόψεις του.

Στις 27 και 30/12/82 ο Ραούφ Ντενκτάς με επιστολές του προς τη Μάργκαρετ Θάτσερ επέκρινε τη στάση που τηρούσε στο Κυπριακό ο Ανδρέας Παπανδρέου, με βασική αιχμή ότι «κυριαρχούσε» και «υπαγόρευε» στους Κυπρίους πολιτικές. Το Φόρεϊν Όφις έκρινε ότι ο Ντενκτάς υπερέβαλλε και ότι πιθανότατα αντιδρούσε σε κατηγορίες ότι η δική του πολιτική υπαγορευόταν από την Άγκυρα, προσπαθώντας να υπαινιχθεί ότι υπήρχε ανάλογη σχέση Αθηνών-Λευκωσίας. Η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ελληνοκυπρίων όμως δεν ήταν τόσο απλή, ανέφερε το έγγραφο και ο Ντενκτάς έκανε λάθος όταν έλεγε π.χ. ότι η Αθήνα είχε υπαγορεύσει την ελληνοκυπριακή πολιτική στο πρόβλημα των αγνοουμένων και την προσφυγή στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

Το φθινόπωρο του 1983 ήταν η σειρά των λεγόμενων «δεικτών Ντε Κουέγιαρ». Σύμφωνα με έγγραφο της βρετανικής μόνιμης αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη, η αντίδραση του Κυπριανού στη συνάντηση με τον ΓΓ στις 30/9/83 ήταν αρκετά «εποικοδομητική και θετική». Τόσο όμως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τουρκμέν όσο και ο Ντενκτάς είχαν απορρίψει τους «δείκτες» που είχαν τεθεί προς συζήτηση ως μεθοδολογία. Οι διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών φοβούνταν ότι η συμφωνία που παρόλα αυτά διατύπωσε ο Ντενκτάς για την επανέναρξη διακοινοτικών συνομιλιών (πιθανότατα υπό την πίεση του Τουρκμέν) προμήνυε ένα τελεσίγραφο προς την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αν δε συμμορφωνόταν με τις θέσεις του ο Κυπριανού, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης θα προέβαινε σε ανακήρυξη «ανεξάρτητου κράτους».

Στα τέλη του Οκτωβρίου 1983 Βρετανοί και Ελληνοκύπριοι εξέφραζαν πια ανοιχτά στις μεταξύ τους επαφές ανησυχίες για τη διαφαινόμενη μονομερή ανακήρυξη «ανεξαρτησίας» από τον Ντενκτάς. Μετά την επιβεβαίωση των ανησυχιών οι πρωτοβουλίες των Βρετανών ως προς το Κυπριακό επικεντρώθηκαν στο κάλεσμα σε τριμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων, τις οποίες απέρριπτε η ελληνική πλευρά όσο υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες στην Κύπρο.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1983 έγγραφο του Φόρεϊν Όφις ενόψει συνάντησης Θάτσερ-Παπανδρέου στην Αθήνα εκτιμούσε ότι υπήρχε μικρή προοπτική να μπορούσε η Βρετανία να παίξει έναν επιτυχή ηγετικό ρόλο στο Κυπριακό. «Μια τέτοια προσέγγιση θα παρουσίαζε σημαντικά μειονεκτήματα», ανέφερε το σημείωμα. Σημειωνόταν επίσης ότι η επιρροή της Βρετανίας επί της Τουρκίας ήταν πολύ περιορισμένη.





Επαφές Ντεκτάς - Άγκυρας

Στις 15/11/83, ημερομηνία ανακήρυξης της «ανεξαρτησίας» του ψευδοκράτους, ο Ραούφ Ντενκτάς απέστειλε εξασέλιδο γράμμα στην Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως φαίνεται στα αρχεία του πρωθυπουργικού γραφείου (1980-1983).

Σε ένα μακροσκελές κατηγορώ έκανε λόγο για «ασυμβίβαστη και ανειλικρινή» στάση της ελληνικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας, για «παντελή απουσία μετριοπάθειας και κοινής λογικής που θα επέτρεπαν μια ανανεωμένη προσπάθεια από τις δύο πλευρές για μια συμφωνημένη λύση μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων».

Την ίδια ημέρα (15/11/83) ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ιλτέρ Τουρκμέν έλεγε στο Βρετανό πρέσβη στην Άγκυρα ότι η τουρκική θέση δεν είχε αλλάξει: η κυβέρνηση υποστήριζε τις διακοινοτικές συνομιλίες και τη συνάντηση κορυφής Κυπριανού-Ντενκτάς που - όπως είπε - ήταν ιδέα της Άγκυρας για να διατηρηθεί η προοπτική διαπραγματεύσεων. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος πάντα έλεγε πως η τουρκική κυβέρνηση δεν ήλεγχε τον Ντενκτάς και τώρα αυτό αποδεικνυόταν.

Η Άγκυρα ήταν επίσης έκπληκτη με τη βρετανική αντίδραση, πρόσθεσε ο Τουρκμέν. Θα ανέμενε μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Η άρνηση αναγνώρισης δεν ήταν καλή πολιτική και εν τέλει θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένωση με την Τουρκία που θα «τελείωνε» το Κυπριακό μια και καλή. Στο σχόλιο του Βρετανού πρέσβη ότι οι ενέργειες Ντενκτάς απειλούσαν τις Συνθήκες του 1960, ο Τουρκμέν υπονόησε ότι η Βρετανία είχε λίγο κύρος στη θέση της εγγυήτριας για να καλεί σε ανάληψη δράσης. Στην παρότρυνση να μεταφέρει μήνυμα ανάκλησης της ανακήρυξης Ντενκτάς, η απάντηση του Τουρκμέν ήταν ότι «δεν υπήρχε όπισθεν σε αυτό το αυτοκίνητο». Στην ερώτηση, τέλος, αν πράγματι πίστευε ότι οι διακοινοτικές διευκολύνονταν με την κίνηση Ντενκτάς, απάντησε ότι βεβαίως ναι, καθώς είχε υλοποιηθεί ο όρος της ισότητας και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης θα δεχόταν πιο εύκολα διαπραγματεύσεις.

Επίσης στις 15/11/83 η Θάτσερ έστειλε μήνυμα στον Τούρκο πρόεδρο Εβρέν. Του υπενθύμιζε προηγούμενες προειδοποιήσεις από τη Βρετανία τόσο προς τον ίδιο όσο και προς τον Ντενκτάς κατά της μονομερούς ανακήρυξης. Ξεκαθάριζε ότι ως εγγυήτρια δύναμη η Βρετανία αποδοκίμαζε την ενέργεια και του απηύθυνε έκκληση να πράξει τα μέγιστα για την ανάκλησή, αλλά και να μην υποστηρίξει η Άγκυρα την ανακήρυξη.

Στην αναλυτική απαντητική του επιστολή στις 17/11, ο πρόεδρος Κενάν Εβρέν ανέφερε ότι η απόφαση των Τουρκοκυπρίων έπρεπε να ιδωθεί υπό το φως της ταραχώδους ιστορίας της Κύπρου. Ισχυριζόταν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο γνώριζε καλά την «καταπίεση» και την «ταπείνωση» που είχαν υποφέρει οι Τουρκοκύπριοι από την ελληνική πλευρά. Υποστήριζε επίσης ότι η Συνθήκη Εγγυήσεων δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ και ότι είχε παραμείνει κενό γράμμα. Πρόσθετε ότι η Τουρκία από το '75 και μετά «πάντα προέτρεπε την τουρκική κοινότητα στην Κύπρο να μην απέχει από τις διαπραγματεύσεις», αλλά σημείωνε ότι δεν μπορούσε να τους αρνηθεί το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση».

Ενδιάμεσα, στις 16/11, ο υπουργός Εξωτερικών Τζέφρι Χάου κάλεσε στο Φόρεϊν Όφις τον Τούρκο πρέσβη και του επανέλαβε την αποδοκιμασία του Λονδίνου και τη μεγάλη λύπη του που η τουρκική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και δεν είχε μεταπείσει τον Ντενκτάς. Ο Τούρκος πρέσβης υποστήριξε ότι η απόφαση Ντενκτάς είχε αποτελέσει έκπληξη για την Άγκυρα, αν και κυκλοφορούσε στον αέρα για μεγάλο διάστημα. Μετά αναφέρθηκε στη «μη ωφέλιμη» πρωτοβουλία Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων να διεθνοποιήσουν το ζήτημα, λέγοντας ότι η Τουρκία υποστήριζε την εύρεση λύσης μέσω διακοινοτικών συνομιλιών.

Στις 18/11/83 το Φόρεϊν Όφις έστειλε στον ιδιωτικό γραμματέα της Μάργκαρετ Θάτσερ σύσταση για το πώς έπρεπε να χειριστεί την επιστολή Ντενκτάς από τη 15η. Κατά την πάγια συμβουλή του το Φόρεϊν Όφις συνιστούσε «ισχυρώς» να μην αναγνωρίσει ούτε εκείνη τη φορά την επιστολή η πρωθυπουργός. Το Φόρεϊν Όφις σχολίαζε ότι ορισμένα από όσα ανέφερε ο Ντενκτάς ήταν αρκετά δικαιολογημένα, όπως π.χ., κατά το βρετανικό σχόλιο, οι ενέργειες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας που παρεμπόδιζαν τις πιθανότητες συμφιλίωσης μεταξύ των «δύο λαών της Κύπρου».

Στην ίδια επιστολή αναφερόταν επίσης η σημείωση Ντενκτάς περί ανεύθυνης μεταχείρισης από τη Λευκωσία της πρότασής του για συνάντηση κορυφής με τον πρόεδρο Κυπριανού. Για την ακρίβεια, σημείωνε το Φόρεϊν Όφις, ο Σπύρος Κυπριανού είχε επίγνωση των κινδύνων απόρριψης της πρότασης Ντενκτάς, ότι δηλαδή έτσι θα του έδινε την αφορμή που αναζητούσε να κηρύξει ανεξαρτησία. Από την άλλη ο Κύπριος πρόεδρος κινδύνευε να βρεθεί βεβιασμένα σε μια ανεπαρκώς προετοιμασμένη σύνοδο. Η κατ' αρχήν συμφωνία του Κυπριανού να προχωρήσει στη συνάντηση έκανε πιο δύσκολο για τον Ντενκτάς να βρει καλή δικαιολογία για την ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Ο ΓΓ του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ πίστευε ότι η συνάντηση χρειαζόταν προσεκτική προετοιμασία και δεν θα μπορούσε να γίνει πριν από τον Ιανουάριο του 1984 το νωρίτερο. Επομένως, κατά τους διπλωμάτες του Φόρεϊν Όφις ήταν άδικο να κατηγορεί ο Ντενκτάς τους Ε/κ για παρελκυστική τακτική.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 21/11, ο ιδιωτικός γραμματέας της Θάτσερ απαντούσε στο Φόρεϊν Όφις ότι η πρωθυπουργός είχε λάβει υπόψη τη συμβουλή να μην απαντήσει στον Ντενκτάς, έχοντας υπόψη τη σημειολογία της αναγνώρισης του παράνομου ηγέτη. Αλλά τελικά η Θάτσερ είχε πει ότι δεν έβλεπε πώς η Βρετανία μπορούσε να ασκήσει επιρροή αν δεν επεδίωκε μια ευκαιρία να θέσει τα γεγονότα στη σωστή τους βάση και να εκφράσει την άποψή της. Ζητούσε πληροφόρηση για το πώς αλλιώς θα μπορούσε να ασκηθεί απευθείας επιρροή από το Λονδίνο στους Τουρκοκύπριους.






Οι ενέργειες των ΗΠΑ κατά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους
Tο αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε ενημερώσει το Λονδίνο πως θα συνέχιζε δημοσίως να ζητά την ανάκληση της κήρυξης ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τα απόρρητα αρχεία του πρωθυπουργικού γραφείου (1980-1983) που περιέχουν αναφορά της βρετανικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον προς το Φόρεϊν Όφις δύο ημέρες μετά τη μονομερή ανακήρυξη του ψευδοκράτους.

Στέλεχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ έλεγε στους Βρετανούς διπλωμάτες στην Ουάσινγκτον ότι οι πιθανότητες να υποκύψει ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ήταν λίγες.

Οι Αμερικανοί σημείωναν ότι άξιζε να εξεταστεί κατά πόσο η κίνηση Ντενκτάς «άνοιγε νέες διαπραγματευτικές πιθανότητες». Θεωρούσαν ότι η προθυμία του να ανοίξει τα Βαρώσια και να συμφωνήσει στο ξανάνοιγμα του αεροδρομίου Τύμπου πρόσφερε τέτοιες ευκαιρίες. Δεν ήταν σαφές στην Ουάσινγκτον αν κίνητρο του Ντενκτάς ήταν η εκτόνωση της αρνητικής διεθνούς αντίδρασης ή το γνήσιο ενδιαφέρον για νέες διαπραγματεύσεις.

Την επομένη, στις 18/11/83, η Βρετανίδα υφυπουργός Εξωτερικών λαίδη Γιανγκ είχε συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό της Λώρενς Ιγκλμπέργκερ. Εκείνος της είπε ότι τον Ιανουάριο που θα επανάνοιγε το Κογκρέσο προέβλεπε μεγάλη πίεση για διακοπή όλης της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία, παρά το ότι στο παρελθόν ανάλογα μέτρα δεν είχαν επηρεάσει την τουρκική πολιτική. Η Ουάσινγκτον σκόπευε να προσπαθήσει να διατηρήσει το πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας και ήλπιζε ότι η Βρετανία θα κατανοούσε πως «η αμερικανική κυβέρνηση έπρεπε να προφυλαχθεί από τη διατύπωση υπερβολικής κριτικής έναντι της Τουρκίας», που ίσως σε μεταγενέστερο χρόνο να χρησιμοποιούταν εναντίον της από το Κογκρέσο.

Ο Ιγκλμπέργκερ σημείωσε επίσης να εξετάσει την προτροπή της λαίδης Γιανγκ να πει ο ίδιος στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τουρκμέν να μην στείλει περισσότερο στρατό στην Κύπρο, όπως είχε κάνει ήδη η βρετανική πλευρά. Επίσης αναφέρθηκε στην ανάγκη να αποτραπούν οι Έλληνες από το να ενεργήσουν «ακόμα πιο απερίσκεπτα από όσο μπορούσε να περιμένει κανείς ότι θα έκαναν». Είπε ότι ίσως το Λονδίνο ήταν σε καλύτερη θέση να προσεγγίσει τους Έλληνες για να έχουν μια πιο μετριοπαθή αντίδραση απέναντι στην τουρκική ενέργεια, ενώ οι Αμερικανοί ίσως είχαν μεγαλύτερη επιρροή στην Άγκυρα.

Η εκτίμηση του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών ήταν ότι τώρα που οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποκτήσει αυτό που θεωρούσαν «ισότητα με τους Ελληνοκύπριους» ίσως ήταν ψυχολογικά πιο διατεθειμένοι να φανούν ευέλικτοι σε περαιτέρω συνομιλίες. Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση θα ήταν να πειστούν οι Ελληνοκύπριοι να συμμετάσχουν σε τέτοιες συνομιλίες.

Την ίδια μέρα είχε υπάρξει συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ελλάδας, Σουλτς και Χαραλαμπόπουλου. Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας εξέφρασε συμπάθεια για την ελληνοκυπριακή πλευρά, καταδίκασε τις ενέργειες του Ντενκτάς και συμβούλεψε κατά δραστικής αντίδρασης από την ελληνική πλευρά. Ο Έλληνας ομόλογός του δήλωσε ότι στην Ελλάδα η κυβέρνηση ήταν πεπεισμένη ότι ο Ντενκτάς είχε δράσει με την τουρκική στήριξη και υπέδειξε ως υπεύθυνη για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους την Τουρκία.

Όπως ενημέρωνε λίγες ημέρες αργότερα η βρετανική διπλωματική αποστολή στην Ουάσινγκτον, στις 21/11/83 ο πρόεδρος Ρήγκαν είχε διαβεβαιώσει σε επαφή του τον πρόεδρο Κυπριανού για την αμερικανική στήριξη και τον είχε προτρέψει να μην επιτρέψει την «απερίσκεπτη» ενέργεια του Ντενκτάς να αποκλείσει την εξέταση των ευκαιριών για επίτευξη προόδου προς μια λύση. Ο Κυπριανού είχε απαντήσει ότι οι ΗΠΑ ήταν στην πιο καλή θέση να επιτύχουν ανατροπή των ενεργειών του Ντενκτάς, κάτι που ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε ακόμα να γίνει.

Ο Κύπριος πρόεδρος είχε προσθέσει ότι είχε διαβεβαιώσεις από τον Ανδρέα Παπανδρέου πως η Αθήνα θα έκανε ό,τι της ζητούσε η Λευκωσία, σχόλιο που εκλήφθηκε τουλάχιστον από το Λονδίνο ως «ξεκάθαρη υπόνοια» πως ακόμα και πρόσθετη αποστολή στρατευμάτων από την Αθήνα ήταν πιθανή.

Η αμερικανική στάση απέναντι στην Τουρκία, ενημέρωνε ο Βρετανός πρέσβης, ήταν ότι χωρίς πρόοδο εντός διμήνου στο Κυπριακό θα υπήρχε πραγματικό πρόβλημα με το αίτημα του Κογκρέσου για πάγωμα της στρατιωτικής βοήθειας από την Ουάσινγκτον προς την Άγκυρα. Από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχαν καταδικάσει μιλώντας στον υπουργό Εξωτερικών Τουρκμέν την ανακήρυξη, λέγοντας ότι έπρεπε να ανακληθεί και εξέφρασαν λύπη για την τουρκική αναγνώριση. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν είχε συστήσει και μερική αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο.

Οι Αμερικανοί ενθάρρυναν επίσης το ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Χαβιέρ Πέρες ντε Κουεγιάρ να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενος. Αμερικανός αξιωματούχος (Σέρμαν) είχε ενημερώσει ότι ο πρόεδρος Ρήγκαν είχε τηλεφωνήσει στο ΓΓ στις 17/11/83 για να τον διαβεβαιώσει για τη στήριξη των ΗΠΑ. Εξάλλου, οι Αμερικανοί είχαν λάβει μήνυμα από το ΓΓ να προτρέψουν τους Έλληνες και τους Ελληνοκύπριους να μην απορρίψουν ασυζητητί τις «περιεκτικές προτάσεις» που είχε υποβάλει ο Ντενκτάς.

Η Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών θεωρούσε ότι τις προτάσεις Ντενκτάς τις είχε εμπνευστεί η Άγκυρα, χωρίς να είχε επιβεβαιωθεί αυτό από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ – αν ίσχυε αυτό τότε οι προτάσεις ήταν διπλά άξιες εξέτασης, εκτιμούσαν οι Αμερικανοί. Για να γίνει πιο ελκυστικό το πακέτο των προτάσεων Ντενκτάς για τους Ελληνοκύπριους, ο ΓΓ σκεφτόταν να προτείνει να ήταν μη αναστρέψιμο, δηλαδή τα Ηνωμένα Έθνη να εγγυούνταν ότι θα συνέχιζαν να διοικούν τα Βαρώσια και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας μέχρι να προέκυπτε λύση.





ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου