Η Κάρολυν Τζέσοπ, ζούσε στο ράντσο των Μορμόνων στο Τέξας, από πολύ μικρή ηλικία. Υποχρεώθηκε να ζει μαζί με τις 12 γυναίκες και τα 54 παιδιά του άντρα της, μέχρι που δεν άντεξε.
Κατάφερε να δραπετεύσει και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Σήμερα περιγράφει τα όσα πέρασε και το πώς τελικά κατάφερε να ξεφύγει για να γλυτώσει τόσο εκείνη όσο και τα παιδιά της!
Κάρολυν Τζέσοπ: "Σαν παιδί ανατράφηκα πιστεύοντας ότι η θρησκεία αυτή είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να σε οδηγήσει στο Θεό και ότι όλοι όσοι ζούσαν στον έξω κόσμο ήταν κακοί, είχαν το διάβολο μέσα τους, ήθελαν να καταστρέψουν το έργο του θεού, ήθελαν να καταστρέψουν εμάς. Και αυτή η θρησκεία σήμαινε πολλά για μένα, είχε γίνει μέρος του εαυτού μου. Ήταν κάτι το ιερό κάτι το αόρατο.
Όταν όμως ανέλαβε δράση ο Γουόρεν Τζεφς, τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν σιγά-σιγά, να γίνονται ακραία και πολλοί άνθρωποι να παθαίνουν κακό. Τότε συνειδητοποίησα ότι πρέπει να ξυπνήσω και ότι πρέπει να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για μένα και για τα παιδιά μου για να ξεφύγουμε από όλο αυτό, για να σωθούμε.
Κατάλαβα τότε ότι πρέπει πάση θυσία να ξεφύγω από την αίρεση αυτή και σίγουρα δεν ήταν εύκολο. Το πρώτο πράγμα που άρχισα να συνειδητοποιώ ήταν ότι δεν ήθελα με τίποτα να αφήσω τα παιδιά μου πίσω. Ο άντρας μου έλειπε συχνά σε ταξίδια και αποφάσισα να ξεφύγω τη βδομάδα που ο σύζυγός μου έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι και ο γιος μου ήταν σπίτι".
"Ζούσα μαζί με τις 12 γυναίκες και τα 54 παιδιά του άντρα μου"
Κάρολυν Τζέσοπ: "Στις 10 το βράδυ, Δευτέρα ήταν η μέρα, έμαθα ότι ο Μέριλ, ο άντρας μου, θα έφευγε για ένα επαγγελματικό ταξίδι και θα επέστρεφε την επόμενη μέρα. Αυτή ήταν η ευκαιρία, αυτό ήταν το «παράθυρό» μου. Έπρεπε να πάρω τα παιδιά μου και να φύγω από αυτή τη κοινότητα εκείνη τη νύχτα. Άφησα το σπίτι που μοιραζόμουν μαζί με τις άλλες συζύγους του άντρα μου, ο άντρας μου είχε 12 συζύγους και τα παιδιά του που συνολικά ήταν 54.
Μέναμε όλες οι οικογένειες μαζί σε ένα κτήμα 17000 τμ. (στη φωτογραφία). Εκείνη την ημέρα ήμασταν οι 7 σύζυγοι και τα 30 από τα παιδιά μας στο σπίτι. Πήγα λοιπόν στο κτίριο που ζούσε η αδερφή μου για να κάνω όλες τις προετοιμασίες της φυγής μου. Εκείνη είχε έρθει σε κάποια επικοινωνία με τα αδέλφια μου που ζούσαν σε άλλη πόλη.
Εγώ δε είχα μιλήσει ποτέ μαζί τους γιατί όταν ασπάζεσαι τη θρησκεία αυτή, δεν επιτρέπεται να έχεις επαφές με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς σου. Όμως η αδερφή μου είχε διατηρήσει επαφές με τα αδέρφια μας και είχε τα τηλέφωνά τους. Τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα ότι πρέπει να φύγω εκείνη τη νύχτα.
Εκείνοι συμφώνησαν να έρθουν να μας πάρουν, εμένα και τα παιδιά μου, με το αυτοκίνητο. Όμως δεν μπορούσαν να έρθουν στην κοινότητα γιατί αυτό δεν θα ήταν ασφαλές για τους ίδιους. Έπρεπε λοιπόν να ταξιδέψω μέχρι ένα σημείο της πόλης και να τους συναντήσω σε κάποια τοποθεσία. Και από εκεί θα με έπαιρναν μαζί τους".
"Η μέρα της σωτηρίας μου!"
Κάρολυν Τζέσοπ: "Ξύπνησα τα παιδιά μου στις 4 τα ξημερώματα, χωρίς να ενημερώσω και να αναστατώσω κανέναν άλλον από την οικογένειά μου μέσα στο σπίτι. Κάθε φορά που είχα ένα μωρό, ο άντρας μου είχε άλλο ένα ή άλλα δύο παιδιά την ίδια στιγμή. Και τα μεγαλώναμε όλα μαζί, σαν μία ομάδα. Παιδιά ίδιας ηλικίας μοιράζονταν τα ίδια δωμάτια. Οπότε τα δικά μου παιδιά δεν είχαν τα δικά τους υπνοδωμάτια. Έπρεπε να μπω μέσα στα υπνοδωμάτια χωρίς να ξυπνήσω τα άλλα παιδάκια, να τα ντύσω και να τα πάρω από εκεί μέσα".
"Ξαφνικά έπρεπε να αποφασίσω αν θα αφήσω ένα από τα παιδιά μου μόνο!"
" Ήξερα σε εκείνο το σημείο ότι είναι θέμα λεπτών να με πιάσουν. Εάν κάποιος καταλάβαινε ότι κι εγώ και τα παιδιά μου είμαστε ξύπνιοι θα μας σταματούσε. Άρχισα λοιπόν να βάζω τα παιδιά μου σε ένα φορτηγάκι όσο πιο γρήγορα μπορούσα, σχεδόν τα πέταγα μέσα σε εκείνο το φορτηγάκι.
Ήξερα ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος μπορεί να με έβλεπε και να με σταματούσε. Ήταν όλοι μέσα στο φορτηγάκι και εγώ ξαναγύρισα στο υπνοδωμάτιο για να πάρω το γιο μου. Ο γιος μου τρεφόταν και ανέπνεε με σωλήνα για αυτό και άφησα να τον πάρω τελευταίο. Έπρεπε να έχω το χρόνο να πάρω κι όλο αυτό τον ιατρικό εξοπλισμό.
Γυρίζοντας όμως στο υπνοδωμάτιο παρατήρησα ότι το παιδί δεν ήταν στο κρεβατάκι του. Κατάλαβα ότι το παιδί είχε πάει στο σπίτι. Τότε ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Έπρεπε να πάρω την απόφαση μου: Μπορούσα να τον αφήσω πίσω; Να μην τον ξαναδώ ποτέ; Ή έπρεπε να επιστρέψω πάλι σε εκείνο το σπίτι με την πιθανότητα να μας πιάσουν και να μην ξεφύγει κανείς τελικά; Ήξερα ότι ένας θόρυβος, ένα τηλεφώνημα ήταν αρκετό για να τελειώσουν όλα".
"Μαμά γιατί το κάνεις αυτό;"
Κάρολυν Τζέσοπ: "Μπήκα τελικά σε εκείνο το σπίτι δεν κοίταξα καθόλου πίσω και τον βρήκα στο δωμάτιο να κλαίει και να μου λέει: Μαμά, τι κάνεις; Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί ο μπαμπάς δεν ξέρει τίποτα; Τον άρπαξα από το μπράτσο και του είπα: Δεν σε αφήνω πίσω.
Και έτσι απλά τον έβαλα και εκείνον μέσα στο φορτηγάκι με τα υπόλοιπα παιδιά και φύγαμε. Όταν ξεκίνησα να οδηγάω δεν άνοιξα τα φώτα του αυτοκινήτου για να μη μας αντιληφθεί κανείς. Όταν θα απομακρυνόμουν αρκετά και θα έφτανα σε ένα πιο κεντρικό δρόμο θα τα άναβα.
Το άλλο πρόβλημα που είχα ήταν ότι για τον κόσμο έξω από την κοινότητα δεν υπήρχα. Οπότε τα μέλη της κοινότητας μπορούσαν με κυνηγήσουν και να με σκοτώσουν, να μου κόψουν το δρόμο και να σκοτωθώ κι εγώ και τα παιδιά μου. Σκεφτείτε ότι δεν είχα ασφάλεια, δεν είχα δίπλωμα οδήγησης τίποτα από αυτά".
"Πίστευα ότι θα τα καταφέρω και τα κατάφερα!"
"Καθώς απομακρυνόμουν λοιπόν σκεφτόμουν και σε απόσταση 1 χλμ περίπου από το σπίτι εκείνο, συνειδητοποίησα ότι τελείωνε η βενζίνη του αυτοκινήτου. Το περίμενα όμως ότι το αμάξι δεν θα είχε πολύ βενζίνη και είχα πει στον αδερφό μου: όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά, το αυτοκίνητό μου δεν έχει πολύ βενζίνη, οπότε εάν δεν τα καταφέρω, έλα να με ψάξεις γιατί σε κάποιο σημείο θα έχω σταματήσει. Έλα να δεις πόσο μακριά έχω καταφέρει να φτάσω και ψάξε όσο περισσότερο μπορείς.
Σκέφτηκα ότι ο αδερφός μου θα έψαχνε για μένα. Σκέφτηκα ότι αν περνούσα πάνω από τους λόφους ίσως να σκοτωνόμουν. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Πέρασα πέρα από τους λόφους, το αμάξι έτρεμε γιατί η βενζίνη τελείωνε, αλλά πίστευα ότι θα τα καταφέρω.
Και τελικά τα κατάφερα. Πέρασα τους λόφους, βρέθηκα στην άλλη πλευρά και σταμάτησα. Τα παιδιά άρχισαν να με ρωτάνε: «Γιατί σταματήσαμε μαμά;» Τους είπα: «Μέχρι εδώ μπορούσα να φτάσω γιατί δεν έχουμε άλλη βενζίνη». Ήμουν αρκετά αναστατωμένη που είχαμε περάσει όλη αυτή την ταλαιπωρία, ήμασταν άυπνοι και τελικά μείναμε από βενζίνη.
Δεν ήξεραν τι έκανα πραγματικά. Τους είχα πει ότι επειδή η μικρή είναι άρρωστη, έπρεπε να πάμε στο γιατρό και να δούμε τι θα κάνουμε και με τα ιατρικά μηχανήματα. Αυτή ήταν η ιστορία που τους είπα. Δεν θα έρχονταν ποτέ μαζί μου εάν τους είχα πει την αλήθεια, ότι προσπαθούσα δηλαδή να μας πάρω από εκεί μέσα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου