Του Κώστα Ράπτη
Η πολιτική μεταβολή στην Αθήνα αναπόφευκτα προσθέτει μια νέα «ψηφίδα» (μικρή ή μεγάλη, μένει να φανεί) στο γεωπολιτικό μωσαϊκό της ευρύτερης περιοχής. Πόσω μάλλον που τα πρώτα δείγματα γραφής των υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών παραπέμπουν σε μιαν ιδιαίτερη προθυμία για ανοίγματα προς την πλευρά των «αναδυόμενω» χωρών BRICS – με τίμημα την όλο και μεγαλύτερη καχυποψία των ευρωατλαντικών κύκλων.
Με μία κρίσιμη υποσημείωση: ότι η Ελλάδα δεν παύει να είναι μια χώρα που κύριο μέλημά της έχει (όσο επιθετικά ή διαλλακτικά και αν το προβάλλει) την οικονομική της διάσωση εντός ευρώ. Αντίθετα, στην ίδια γειτονιά, μια δύναμη με καταγεγραμμένες «αναθεωρητικές» βλέψεις, ακολοθουθεί μια πορεία σταθερής απομάκρυνσης από τη Δύση, πραγματοποιώντας μια μεταβολή όχι στιγμιαία, αλλά εξακολουθητική.
Η Τουρκία ήταν μια προβλέψιμη χώρα: με πάγιες αντιλήψεις για το ποιοι είναι οι εξωτερικοί και εσωτερικοί εχθροί, με γνωστή μεθοδολογία δοκιμασίας των «κόκκινων γραμμών» των γειτόνων, και κυρίως με αταλάντευτα φιλοδυτικό προσανατολισμό. Όχι πια.
Οι καταγγελίες, ρητές ή υπονοούμενες, των «δυτικών συνωμοσιών» ενάντια στην εθνική ισχύ της γείτονος αποτελούν τα τελευταία χρόνια μόνιμο στοιχείο της ρητορικής των κυβερνώντων.
Ομοίως, η οργισμένη απόκρουση των ανησυχιών που εκφράζουν διεθνείς φορείς ως προς την αφοσίωση της Άγκυρας στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πού το πάει η Άγκυρα...
Οι μεσανατολικές επιλογές της χώρας με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ γεννούν ανησυχία – έως και δημόσιες συζητήσεις για το αν η Τουρκία έχει πλέον θέση στην Συμμαχία.
Το γεγονός ότι η σημαντική βάση του Ιντσιρλίκ παραμένει κλειστή για τα αεροσκάφη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους που επιχειρούν εναντίον των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» βοά – και γεννά σενάρια για δημιουργία μιας ανάλογης βάσης στο κουρδικό βόρειο Ιράκ. Η διακριτική επιμελητειακή στήριξη των κάθε είδους ισλαμιστών ανταρτών της Συρίας από την Άγκυρα αποτελεί κοινό μυστικό. Η διαιώνιση της αντιπαράθεσης με το Ισραήλ και το άνοιγμα πολιτικού μετώπου με την Άιγυπτο, μετά την ανατροπή του προέδρου Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, εμφανίζει την Τουρκία σε ρόλο οιονεί ταραξία. Οι μύδροι εναντίον του «λόμπι των επιτοκίων», οι επιθετικές ενέργειες απέναντι σε επιχειρήσεις μη ευθυγραμμισμένες με την κυβέρνηση και οι πιέσεις την κεντρική τράπεζα να χαλαρώσει πάση θυσία τη νομισματική της πολιτική αποκαλύπτουν αδιαφορία για τους υφιστάμενους κανόνες του διεθνούς οικονομικού παιχνιδιού.
Το παιχνίδι με τη Ρωσία
Παράλληλα, οι θερμές σχέσεις με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, οι οποίες επισφραγίστηκαν με την εξαγγελία της κατασκευής του αγωγού Turk Stream, σαφώς κινούνται εκτός της δυτικής συναίνεσης, στον νέο «ψυχρό πόλεμο» που προκάλεσε η ουκρανική κρίση (σ.σ.: ανακαλεί κανείς αναπόφευκτα το μόνο ιστορικό προηγούμενο ρωσο-τουρκικής ευθυγράμμισης, όταν Κεμάλ και μπολσεβίκοι αποτελούσαν τα «μαύρα πρόβατα» της τότε διεθνούς σκηνής...).
Η Άγκυρα μοιάζει ακόμα και να αποζητά τις τριβές με τη Ουάσινγκτον, αν κρίνουμε από την υποβολή αιτήματος έκδοσης του εγκατεστημένου στην Πενσιλβάνια ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ώστε να εμφανίζονται οι ΗΠΑ ως ο υποκινητής του πρώην συμμάχου του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος τώρα χαρακτηρίζεται εγκέφαλος ενός «παράλληλου κράτους».
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η Τουρκία δεν παύει να μέμφεται τη Δύση είτε για τη μακροημέρευση του Άσαντ στη Συρία είτε για την ανατροπή του Μόρσι στην Αίγυπτο, σχεδόν αποθεώνει τον «ισχυρό ηγέτη» Βλαντίμιρ Πούτιν (κατεξοχήν στήριγμα της Δαμασκού) και σιωπά για τους Σαουδάραβες χρηματοδότες του νέου καθεστώτος του Καΐρου. Την ώρα, δε, που εμφανίζεται έτοιμη να δώσει τη μάχη κατά της ισλαμοφοβίας σε όλο τον κόσμο, προτιμά να κοιτά αλλού όταν η Ρωσία προσαρτά την Κριμαία (ιστορική εστία των Τατάρων) ή το Πεκίνο καταστέλλει τους τουρκόφωνους Ουιγούρους του Σιντζιάνγκ.
Διεκδίκηση αυτοτελούς ρόλου και θαλάσσιας κυριαρχίας
Η Συνθήκη του Μοντρέ και ο αναπόσπαστος κρίκος για τη διατήρηση αυτού του ξεχωριστού προνομίου
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία θεωρεί ότι στη γεωπολιτική σκακιέρα δικαιούται πλέον να κινείται αυτοτελώς – με τα πλεονεκτήματα μιας χώρας που ελέγχει τα Στενά (βάσει της Σύμβασης του Μοντρέ του 1936) και έχει λόγο για τις κρίσιμες θαλάσσιες οδούς της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται ακριβώς για το θαλάσσιο περιβάλλον χωρίς τον έλεγχο του οποίου η Τουρκία δεν μπορεί να εκπληρώσει το γεωπολιτικό βάρος για το οποίο την προδιαθέτει ο ηπειρωτικός της όγκος. Και μόνο η τρέχουσα συγκυρία, όπου η κατάλληλη επίκληση του Μοντρέ επιτρέπει τη διέλευση ρωσικών πλοίων με οπλισμό για τη Συρία και δημιουργεί προσκόμματα στην είσοδο οποιουδήποτε τρίτου θα ήθελε να συνδράμει την Ουκρανία (ή την Γεωργία το 2008), αποδεικνύει το μέγεθος του εν λόγω «εργαλείου».
Εργαλείου που επιτρέπει στην Τουρκία την εναλλαγή ρόλων κατά το δοκούν, εφόσον παλαιότερα παραβιάστηκαν από την ίδια οι απαγορεύσεις διέλευσης αεροπλανοφόρων, στην περίπτωση εκείνη σοβιετικών, ενώ μετά το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης, με την Άγκυρα να «κοιτά αλλού», αμερικανική φρεγάτα παραβίασε κατά 11 ημέρες το ανώτατο όριο παραμονής ναυτικών δυνάμεων τρίτων χωρών στη Μαύρη Θάλασσα (σ.σ.: η σύμβαση του Μοντρέ απαγορεύει στις τρίτες χώρες να περνούν υποβρύχια ή πλοία με εκτόπισμα άνω των 45.000 τόνων και να διατηρούν Μαύρη Θάλασσα σκάφη πλέον των 21 ημερών ή περισσότερα των 9 ταυτοχρόνως).
Οι βλέψεις στο Αιγαίο
Αναπόσπαστο κρίκο στη διατήρηση αυτού του ξεχωριστού προνομίου αποτελεί, βέβαια, το Αιγαίο.
Και αυτό είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν αλλάζει ούτε η ενθάρρυνση της κεντροαριστερής κεμαλιστικής αντιπολίτευσης της Τουρκίας από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο ενθουσιασμός του «αδελφού» φιλοκουρδικού κόμματος HDP, ούτε το ενδιαφέρον του τουρκικού Τύπου για την μονοπώληση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Για αυτό και, από την πλευρά τους, οι κυβερνώντες στην Άγκυρα διαμηνύουν ότι «η πολιτική στο Αιγαίο δεν έχει μεταβληθεί», απορρίπτουν την έκκληση του Έλληνα πρωθυπουργού για απομάκρυνση του πλοίου «Μπαρμπαρός», χλευάζουν τη μάχη του κατά της λιτότητας και τον καλούν, μέσω επιφανών αρθρογράφων, να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της διχοτόμησης της Κύπρου, αν θέλει να αφήσει το στίγμα του την εξωτερική πολιτική...
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 14ης Φεβρουαρίου
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου