Τι σχέση μπορεί να έχει ο «Φάουστ» του Γκαίτε με τη σημερινή κρίση χρέους στην ευρωζώνη; Γιατί οι Γερμανοί φοβούνται εδώ και αιώνες το χρέος και τα ελλείμματα; Την απάντηση δίνει η έγκριτη οικονομική εφημερίδα ξεσκονίζοντας την γερμανική Ιστορία.
Σε ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο, οι Financial Times αναφέρονται στην κρίση χρέους της ευρωζώνης και σκιαγραφούν τις πολιτιστικές ρίζες μιας φαινομενικά οικονομικής κρίσης.
Μέσα απ’ τα συντρίμμια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους η Γερμανία κατάφερε δίχως άλλο να καταστεί η κυρίαρχη δύναμη της γηραιάς ηπείρου. Ως κυρίαρχη λοιπόν επιβάλλει και τη δική της συνταγή για την επίλυση της κρίσης, σύμφωνα με την οποία τα μέλη της Ένωσης πρέπει να είναι πιστά στη Γερμανική ορθοδοξία. Το χρέος πρέπει να θεωρείται κάτι το ανήθικο, οι μη πλεονασματικοί προϋπολογισμοί θα τιμωρούνται και η αγορές θα επιτηρούνται. Αυτό που μπορεί να αναρωτηθούν αν ζούμε στον αστερισμό μιας επαρχιωτικής και οικόσιτης οικονομίας.
Η συνήθης εξήγηση για τη γερμανική στάση δίνει μονίμως έμφαση στην τραυματική εμπειρία της κατάρρευσης του μάρκου στη Βαϊμάρη της δεκαετίας του ’20, που θεωρείται ο προπομπός της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες που εδράζονται πολύ πιο βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο των Γερμανών.
Πέρα από την ετυμολογική σύνδεση του χρέους με την ενοχή στη γερμανική λέξη schuld, ο φόβος του χρέους ήταν ήδη κυρίαρχος από την εποχή του Φρειδερίκου της Πρωσίας, ο οποίος υποτίμησε διαδοχικά το νόμισμα προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον Επταετή Πόλεμο.
Ο ίδιος φόβος αποτυπώνεται και στον εθνικό μύθο της χώρας, τον Φάουστ. Στον «Φάουστ» του Γκαίτε, περιγράφονται αναλυτικά τα δεινά που προκαλεί ο πληθωρισμός. Ο Μεφιστοφίλης πείθει τον αυτοκράτορα να χρησιμοποιήσει το χρυσό που φαντάζονται ότι διαθέτει η χώρα στα βουνά της προκειμένου να χρηματοδοτήσει το στράτευμα. Μόλις ο βασιλιάς και η αυλή του συνειδητοποιούν ότι μπορούν να κόψουν νόμισμα χωρίς περιορισμούς, προκαλούν με την αλόγιστη σπατάλη τους οικονομικό και κοινωνικό χάος.
Η περιγραφή αυτή από τον άνθρωπο που υπηρέτησε ως μυστικός σύμβουλοςστην αυλή της Βαϊμάρης, ήταν περισσότερο από προφητική, δεδομένου ότι η Γερμανία δεν είχε ακόμα αποκτήσει μια κεντρική τράπεζα, όταν το έργογράφτηκε. Ο Γκαίτε πιθανότατα βασίστηκε σε εμπειρίες της επαναστατικήςΓαλλίας. Κυρίαρχο ζήτημα της εποχής στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση ήταν η φούσκα των «assignats», δηλαδή των πιστοποιητικών που υποτίθεται ότιυποστηρίζοταν από την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που κατασχέθηκετο 1790.
Το αριστούργημα του Γκαίτε χωρίς αμφιβολία βοήθησε στο να ενσωματώσει τηναντι-πληθωριστική νοοτροπία στην εκπαίδευση της Γερμανίας. Χρειάστηκε ηφρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα επακόλουθά της για ναπροκαλέσει την προσωρινή απώλεια μνήμης κάτω από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Προκατάληψη με παράδοση… αιώνων
Επιπλέον ο μερκαντιλισμός και ο φόβος των ανώτερων οικονομικών πήγαιναν ιστορικά χέρι-χέρι στη Γερμανία και σε άλλα μέρη της βόρειας Ευρώπης. Τον 15ο αιώνα οι πόλεις της Tευτονικής Χάνσας ήταν έντονα προκατειλειμμένες στην ιδέα των πιστώσεων και στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι ξένοι τραπεζίτες δεν ήταν ευπρόσδεκτοι.
Οι έμποροι προσπάθησαν να κάνουν τις συναλλαγές μέσω ενός διμερούς εμπορικού ισοζυγίου, που στηριζόταν στην ανταλλαγή, ενώπροέβλε και μια κάποια χρήση των κερμάτων. Ο οικονομικός ιστορικόςRaymond de Roover υπολογίζει πως τα πιστωτικά ιδρύματα της Χάνσας ήταν περίπου δύο αιώνες πίσω από τους Ιταλούς το 1500.
Καθώς κυλούσε ο 16ος αιώνας, κάποιοι νοτιο-Γερμανοί προχώρησαν (όπως πχ η οικογένεια Fugger) και ήταν σε θέση να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους Ιταλούς συναδέλφους τους. Ανέπτυξαν ένα σύστημα χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης μεταξύ κεφαλαιοκρατών και μοναρχών. Παρόλα αυτά είχαν μια βαθιά δυσπιστία για την καινοτομία.
Εκείνη την εποχή μεγάλοι καινοτόμοι ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι ανέπτυξαν το ισοδύναμο των συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων χορηγώντας δάνεια προς το ισπανικό στέμμα. Ως μορφή τιτλοποίησης χρησιμοποιούσαν τις εισροές από ασήμι στην Ισπανία προκειμένου να δώσουν τον αναγκαίο χρυσό για να πληρωθούν τα ισπανικά στρατεύματα στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Fernand Braudel, οι φοβισμένοι Fuggers θεωρούσαν αυτό το μοντέλο μια ανέφικτη ταχυδακτυλουργία. Έτσι, οι Γενουάτες κατάφεραν να αποσπάσουν το μερίδιο των Fuggers στην ισπανική αγορά.
Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα συνέχισε να μένει πίσω και τον 19ο αιώνα ενώ ακόμα και στον 20ο, οι μεγάλες γερμανικές τράπεζες άργησαν να ανταποκριθούν στη σημασία των πλαστικών καρτών, τις τιτλοποιήσεις και τα παράγωγα των αγορών. Γιατί όμως αυτός ο συντηρητισμός; Οι Γερμανοί είναι υπέροχοι κατασκευαστές, ενώ οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί τυχαίνει να έχουν μεγαλύτερο οικονομικό τομέα.
Η παγκοσμιοποίηση και ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος θέτει ως κορωνίδα του την εξειδίκευση. Ωστόσο, η πολιτισμική προκατάληψη είναι αναμφισβήτητα ένα μειονέκτημα. Η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων, τόσο των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων καθιστά την γερμανική οικονομία ευάλωτη.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Ωστόσο, η προφανής έλλειψη κατανόησης για την αμοιβαία σχέση μεταξύ των οφειλετών και των πιστωτών είναι περισσότερο επιζήμια. Κανείς δεν μπορεί να «τρέξει» επίμονα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς κάποιος άλλος να έχει ελλείμματα.
Το ενδιαφέρον είναι πως υπάρχουν επίσης και δύο σταθμά εδώ. Η γερμανική στρατιωτική μηχανή ήταν εντελώς απαλλαγμένη από κάθε έννοια οικονομικής πειθαρχίας: το σύνθημα του Γενικού Επιτελείου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν «Geld spielt keine Rolle» (τα χρήματα δεν παίζουν κανένα ρόλο). Επιπλέον, η Γερμανία ήταν η πρώτη στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση που «έσπασε» τη σταθερότητα και τους κανόνες του συμφώνου ανάπτυξης για τα ελλείμματα και το χρέος.
Όμως στον πραγματικό κόσμο, οι πιστωτές θα έχουν πάντα στο χέρι το μαστίγιο για τους οφειλέτες. Έτσι η Γερμανία κυριαρχεί και η νότια Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστεί για λιτότητα που θα συνοδεύεται από αποπληθωρισμό, ανεργία και τον εμφύλιο σπαραγμό. Όλα αυτά φυσικά αν η ευρωζώνη συνεχίσει να υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου