Το πρωί της 2ης Μαρτίου, ημέρα Σάββατο, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, αφού ενημερώθηκε στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων για τις κινήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Είμαστε έτοιμοι για όλα». Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου ενημέρωσε τους αρχηγούς των κομμάτων, οι οποίοι εξερχόμενοι του Μεγάρου Μαξίμου πρόσφεραν τη στήριξή τους στην κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, δήλωσαν:
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (ΝΔ): Στον πρωθυπουργό συνέστησα προσεκτικούς χειρισμούς και του είπα ότι, κατά την άποψή μου, η Ελλάδα πρέπει να επωφεληθεί από την προθυμία του λόρφου Κάρινγκτον στο να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία που θα βοηθήσει στους περαιτέρω χειρισμούς του προβλήματος. Σχετικά με το κλείσιμο της Νέας Μάκρης πιστεύω ότι πρόκειται για προσωρινό μέτρο, το οποίο αναφέρεται μόνο στις λίγες ημέρες που θα διαρκέσει η κρίση.
Κωστής Στεφανόπουλος (ΔΗΑΝΑ): Τα πράγματα σήμερα είναι πολύ πιο ήσυχα. Νομίζω ότι βαίνουμε σε εκτόνωση κρίσης. Συνεπώς δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο, παρά, φαντάζομαι, ότι η σταθερή αυτή στάση της κυβέρνησης οδήγησε σ’ αυτή την εκτόνωση.
Χαρίλαος Φλωράκης (ΚΚΕ): Η απόφαση για το κλείσιμο της Νέας Μάκρης νομίζω ότι ήταν μια πάρα πολύ σωστή κίνηση. Και ίσως να έπαιξε και αποφασιστικό ρόλο στο γεγονός ότι σήμερα η κατάσταση είναι κάπως πιο ήρεμη.
Λεωνίδας Κύρκος (ΕΑΡ): Τα μέτρα που πήρε η ελληνική κυβέρνηση, ο τρόπος που χειρίσθηκε τα πράγματα, η σταθερότητα μαζί με την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα ήταν ορθά.
Γιάννης Ζίγδης (ΕΔΗΚ): Η φάση αυτή είναι η πρώτη και νομίζω ότι κερδήθηκε. Οι δηλώσεις του Οζάλ είναι πάρα πολύ ικανοποιητικές για την Ελλάδα. Το θέμα είναι πώς θα τις εκμεταλλευθούμε από δω και μπρος.
Τελικά, μετά τη δήλωση του Τουρκούτ Οζάλ για αμοιβαία αποχή ερευνών, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακάλεσε το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη. Στις 28 Μαρτίου του 1987, στις 6 μ.μ. ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε: «Εκτιμώντας τις νέες εξελίξεις και τα νέα δεδομένα, η Ελληνική Κυβέρνηση διαμήνυσε στην Αμερικανική Πρεσβεία ότι δεν υφίστανται πια οι λόγοι που επέβαλλαν την εφαρμογή του άρθρου 7 της συμφωνίας».
Αν υπολογίσουμε ότι η απόφαση ανακοινώθηκε στον πρεσβευτή την Παρασκευή στις 6 μ.μ. και η ανάκληση έγινε στις 6 μ.μ. του Σαββάτου, η βάση της Νέας Μάκρης θα πρέπει να έμεινε κλειστή 24 ώρες, εάν η εφαρμογή γινόταν αυτομάτως. Όμως οι λειτουργίες της βάσης δε σταμάτησαν ούτε ένα λεπτό. Και αυτό, γιατί η κυβέρνηση δεν προχώρησε στη διακοπή των δραστηριοτήτων.
Ενδεικτικό της γεωστρατηγικής επίπτωσης που θα είχαν για τη Δύση οι κινήσεις του Α. Παπανδρέου ήταν το εξής απόσπασμα από άρθρο της δημοσιογράφου Φλώρας Λιούις στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, στις 30 Μαρτίου του 1987, το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο ημιεπίσημο όργανο του Πενταγώνου Σταρς εντ Στράιπς.
«Απείλησε ότι θα κλείσει τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, που είναι όντως σημαντικές για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, με αποκλειστικό στόχο να κερδίσει μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ στη σχέση ισορροπίας των όπλων που παραδίδουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία (…). Στέλνοντας τον υπουργό Εξωτερικών στη Σόφια, άφησε να εννοηθεί πως η Ελλάδα, σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, θα αλλαξει στρατόπεδο, αποχωρώντας από το ΝΑΤΟ και βρίσκοντας στέγη στο σοβιετικό μπλοκ. Θα ήταν τραγωδία για τη Δύση και το Ισραήλ και περισσότερο για την Ελλάδα αυτή η αλλαγή (…). Οι υπεύθυνοι Έλληνες οφείλουν να συγκρατήσουν τον άστατο πρωθυπουργό τους. Ή ακόμα καλύτερα θα ήταν για το συμφέρον τους να βρουν έναν πολιτικό άνδρα και να τον αντικαταστήσουν».
Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κήλι υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι το άρθρο δεν απηχούσε τις θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Εκείνο που προβλημάτισε τον αμερικανικό Τύπο ήταν η απειλή για «καταλυτικές αλλαγές στα Βαλκάνια και αλλαγές στο αμυντικό σύστημα της Δύσης», σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Όμως η απειλή για πόλεμο δεν είχε παραλήπτη μόνο το ΝΑΤΟ αλλά και τη Σοβιετική Ένωση. Ένας αεροναυτικός πόλεμος στο Αιγαίο θα οδηγούσε πιθανότατα στο κλείσιμο των Στενών. Κι αυτό τι συνέπειες θα είχε; Ο ρωσικός στόλος θα αποκλειόταν στη Μεσόγειο και τα τρία αγκυροβόλια, έξω από τα χωρικά μας ύδατα, στη Λήμνο, στα Κύθηρα και στην Κρήτη, θα έμεναν χωρίς εφοδιασμό από τις κεντρικές βάσεις του σοβιετικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα.
Χαρακτηριστική ήταν η νέα ουδέτερη τοποθέτηση του σοβιετικού πρεσβευτή στην Αθήνα Βίκτορα Στουκάλιν: «Η ΕΣΣΔ εκφράζει την ελπίδα ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα επιδείξουν την αναγκαία συγκράτηση και δεν θα επιτρέψουν δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν σύνθετη την κατάσταση σ’ αυτή την περιοχή που βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα της ΕΣΣΔ. Πιστεύουμε ότι όλες οι διαφορές πρέπει να επιλυθούν με ειρηνικά, πολιτικά μέσα, στο πνεύμα των συμφωνιών του Ελσίνκι, χωρίς τη χρήση βίας. Η Σοβιετική Ένωση υποστηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας στην κατεύθυνση αυτή».
Στις 11 το βράδυ της 28 Μαρτίου ο αρχηγός του Στόλου κ. Χρήστος Λυμπέρης με σήμα του στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού έκανε νέα εκτίμηση της κατάστασης:
«…Παρουσία «Σισμίκ» σε τουρκικά νερά με ασθενή συνοδεία δείχνει πρόθεση αναμονής. Παρούσα διάταξη δυνάμεων στόλου και Κανόνες Εμπλοκής καλύπτουν επιχειρησιακές απαιτήσεις. Απαιτείται ανάληψη προσπαθειών αποκάλυψης προθέσεων Τουρκίας (υποκλοπές, ανάλυση δηλώσεων). Πρέπει να διατηρηθεί ετοιμότητα μονάδων».
Η μικρή αεροναυτική παρουσία του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο καταγράφτηκε ως εξής από τον ναύαρχο Λυμπέρη:
«Η ναυτική παρουσία (και η αεροπορική) των Τούρκων ήταν πολύ περιορισμένη. Δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες κινήσεις σοβιετικών και αμερικανικών πλοίων στο Αιγαίο την περίοδο από 20 Μαρτίου έως 3 Απριλίου 1987. Οι Τούρκοι μετά την κρίση αύξησαν τη ναυτική τους παρουσία στο Βόρειο και στο Κεντρικό Αιγαίο. Φοβούνταν τετελεσμένο από πλευρά μας; Ίσως.
»Το πλοίο ερευνών Σισμίκ εξήλθε των Δαρδανελίων στις 28 Μαρτίου και ώρα 09:33, συνοδεία ενός αντιτορπιλικού και μιας κανονιοφόρου. Κατέπλευσε στον όρμο Κέφαλο της Ίμβρου το ίδιο βράδυ, στις 28 Μαρτίου στις 21:30. Τις επόμενες ημέρες, από 29 Μαρτίου έως 1 Απριλίου, απέπλεε από τον Κέφαλο και εκτελούσε έρευνα εντός τουρκικών χωρικών υδάτων μέχρι το απόγευμα της 1ης Απριλίου, οπότε εισήλθε στα Δαρδανέλλια και δεν επανήλθε στο Αιγαίο. Την περίοδο της κρίσης ένα άλλο τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος το «Billim», προερχόμενο από την Ανατολική Μεσόγειο (νότιες ακτές Τουρκίας), βρέθηκε στο Αιγαίο. Στις 27 Μαρτίου το μεσημέρι, κατέπλευσε στη Σμύρνη, όπου και παρέμεινε μέχρι και την 30ή Μαρτίου. Στη συνέχεια, κινούμενο εντός τουρκικών χωρικών υδάτων, έπλευσε προς τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Στα Δαρδανέλλια εισήλθε το πρωί της 31ης Μαρτίου.
»Το τουρκικό ΓΕΝ, προκειμένου να παρακολουθεί τις κινήσεις του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, είχε εγκαταστήσει συνεχή περιπολία επί του δρομολογίου Ίμβρος-Θάσος-Άθως-Λήμνος-Ίμβρος. Δεν υπήρξε στην ανοιχτή θάλασσα τουρκική ομάδα επιθετικών επιχειρήσεων. Σε τουρκικές ακτές του Αιγαίου πιθανό να βρίσκονταν πυραυλάκατοι καλυμμένες. Η από αέρος αναγνώριση δεν είχε θετικά αποτελέσματα.
»Στον κόλπο της Σμύρνης, συνεχίζει ο Χρ. Λυμπέρης, και στον όρμο της Φώκαιας ήταν συγκεντρωμένος ικανός αριθμός αποβατικών σκαφών για να υποστηρίξει οργανωμένη από θαλάσσης αποβατική επιχείρηση.
»Η συμπεριφορά των τουρκικών πλοίων στο Αιγαίο δεν ήταν προκλητική. Έδειχναν μάλλον προσεκτικοί έως φοβισμένοι. Δεν σημειώθηκαν ενέργειες παραβίασης των χωρικών μας υδάτων ούτε παρενοχλήσεις ελληνικών πλοίων (πολεμικών και εμπορικών). Σημεία προβληματισμού μας παρέμεναν η σκόπιμη (φωτογράφιση, υποκλοπές, μετάδοση πληροφοριών) ή η συμπτωματική παρουσία τουρκικών εμπορικών πλοίων σε περιοχές συγκέντρωσης των μονάδων του στόλου μας, η χρήση ελικοπτέρων με βλήματα αέρος-εδάφους τύπου seaskua και οι θέσεις των τουρκικών υποβρυχίων.
»Είχαμε εντοπισμού υποβρυχίων με διαφορετικό βαθμό αξιοπιστίας στις περιοχές Κυκλάδων μεταξύ Λήμνου και Άθω, μεταξύ Λέσβου και Λήμνου και στο στενό Μυκόνου-Ικαρίας. Η εκτίμησή μου ήταν πως θα υπήρχαν δυο έως τρία υποβρύχια».
Και ο ναύαρχος Λυμπέρης καταλήγει συμπερασματικά:
«Θα μπορούσα να υποστηρίξω πως είχαμε καθαρή τακτική εικόνα στο Αιγαίο και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Η στρατηγική εικόνα είχε κενά. Η συνολική εικόνα για τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι προθέσεις τους, το πολιτικό παιχνίδι, η στάση των τρίτων δεν έφταναν στο επίπεδο του αρχηγού Στόλου. Θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί από την άριστη συνεργασία ενός τουρκικού αντιτορπιλικού με μαχητικό τους αεροσκάφος, την οποία παρακολούθησα προσωπικά από δίκτυο υποκλοπής. Δεν υποτιμούσα τον αντίπαλο».
Το Σάββατο 29 Μαρτίου 1987, το πρωί, το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων «Αναντολού» μετέδωσε ανταπόκριση από τις δηλώσεις που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ ο Τούρκος πρωθυπουργός στο BBC, δίνοντας έμφαση στα σχόλια του Οζάλ κατά του Α. Παπανδρέου: «Ενώ εκείνος διέκοψε το διάλογο, με τον άσκοπο θόρυβο που προκαλεί εμφανίζει εμάς σαν επιτιθέμενους. Εμείς δεν έχουμε καμιά βλέψη πάνω στα ελληνικά νησιά. Η Ελλάδα όμως δεν έχει δικαίωμα να φυλακίζει την Τουρκία μέσα στα δικά της νερά, στην Ανατολία, χωρίς να έχει έξοδο από την Ασιατική ήπειρο. Η Τουρκία απέχει από τα νησιά του Αιγαίου μόλις μερικά χιλιόμετρα. Αν υπήρχε πλούτος στο Αιγαίο, αν πρέπει να γίνει μοιρασιά, πρέπει να γίνει με δίκαιο τρόπο. Εμείς είμαστε 53 εκατομμύρια και η Ελλάδα 9 έως 10 εκατομμύρια».
Η ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΡΕΙΣ
Η διπλωματική αποκλιμάκωση της κρίσης άρχισε με την επίσκεψη που έκανε, στις 10 το πρωί του Σαββάτου, ο Τούρκος πρεσβευτής Ναζμί Ακιμάν στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου διάβασε και παρέδωσε στον υφυπουργό Καψή, παρουσία του Κώστα Ζέππου και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, το εξής κείμενο:
«Η πρόσφατη κατάσταση στο Αιγαίο είναι αποτέλεσμα μονομερών ενεργειών της Ελλάδας, στην υφαλοκρηπίδα, πέραν των χωρικών υδάτων κατά παράβασιν της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας υπ. Αρ. 395 και της Συμφωνίας της Βέρνης. Εφόσον η Ελλάδα σταματήσει τις ενέργειες αυτές και απόσχει από δραστηριότητες, πέραν των χωρικών της υδάτων σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία, από την μεριά της, θα συνεχίσει να συμμορφώνεται με την απόφαση υπ.αρ. 395 του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη Συμφωνία της Βέρνης».
Ο Τούρκος πρεσβευτής ζήτησε να μάθει για το πρόγραμμα ερευνών της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου. Ο υφυπουργός του απάντησε ότι το πρόγραμμα θα καταρτιστεί μετά την εξαγορά της κοινοπραξίας. Η απάντηση αυτή άφηνε πάλι υποψίες στην τουρκική πλευρά. Μετά από ένα δίωρο ο Ακιμάν επέστρεψε στο υπουργείο Εξωτερικών για να παραλάβει την ελληνική δήλωση εκτόνωσης της κρίσης:
«Δεδομένου ότι η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης είναι να συνεχιστεί η αποκλιμάκωση της έντασης εις το Αιγαίο, καλεί για μια ακόμη φορά την τουρκική κυβέρνηση και προτείνει τα εξής:
1. Έναρξη διαπραγματεύσεων προς διερεύνηση των δυνατοτήτων συνάψεως συνυποσχετικού για την υποβολή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
2. Είναι αυτονόητο ότι αμφότερες οι πλευρές διατηρούν τις απόψεις τους και αντιλαμβανόμεθα ότι οι προοπτικές συμφωνίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Εν τούτοις, μια προσπάθεια για τη σύναψη συνυποσχετικού θα έχει σαν αποτέλεσμα την αποκλιμάκωση της έντασης και τον σαφή προσδιορισμό των θέσεων των δυο πλευρών. Κατά συνέπεια, επαναλαμβάνω ότι η συγκεκριμένη πρότασή μας είναι να συμφωνήσουμε την έναρξη των διαπραγματεύσεων προς διερεύνηση των δυνατοτήτων υπογραφής συνυποσχετικού, αναγνωρίζοντας, ταυτόχρονα, ότι αμφότερες οι πλευρές διατηρούν τις απόψεις τους. Είναι αυτονόητο ότι, κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων, θα τηρηθεί ένα de facto moratorium».
Επειδή στο κείμενο δεν υπήρχε ρητή δέσμευση για αμοιβαία αποχή ερευνών στο Αιγαίο, ο Τούρκος πρεσβευτής, φεύγοντας από το γραφείο του υφυπουργού, παρακάλεσε να του πει ο Γ. Καψής αν υπήρχε πρόγραμμα ερευνών στο προσεχές μέλλον. Ο υφυπουργός απάντησε αλληγορικά με ένα ανέκδοτο αλλά ο Ακιμάν επέμενε σε σοβαρή απάντηση, οπότε ο υφυπουργός του είπε: «Και να θέλαμε να κάνουμε γεωτρήσεις, δεν έχουμε πλωτό γεωτρύπανο. Η κοινοπραξία έλυσε τη μίσθωση του πλωτού γεωτρύπανου που βρίσκεται στο Κερατσίνι για επισκευές».
Την Κυριακή 29 Μαρτίου του 1987 ο Τούρκος πρεσβευτής μετά από πρόσκληση του Α. Παπανδρέου συναντήθηκε στη κατοικία του στο Καστρί και παρέλαβε το μήνυμα του Τούρκου πρωθυπουργού υπό μορφή «talking points» όπως αυτό είχε διατυπωθεί προφορικά στο Λονδίνο στο BBC. Ιδού η συνοδευτική επιστολή:
«Η Τουρκία τίμησε πάντοτε τις υποχρεώσεις της, που περιέχονται στη Συμφωνία της Βέρνης. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι, όσο η Ελλάδα ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο και απέχει από ενέργειες πέρα από τα χωρικά της ύδατα όπως τίθεται στη Συμφωνία της Βέρνης, η Τουρκία θα απέχει επίσης από παρόμοιες ενέργειες στις αμφισβητούμενες περιοχές, μη χρησιμοποιώντας τις άδειες προς τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων της Τουρκίας. Αυτή η προσέγγιση υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Τουρκία πάντοτε πιστεύει στην ειρήνη. Πράγματι αυτή η προσέγγιση είναι που απέτρεψε την κλιμάκωση της παρούσας έντασης. Στο ίδιο πνεύμα η Τουρκία προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων, με σκοπό τη διερεύνηση των δυνατοτήτων για την κατάληξη, με ειρηνικά μέσα σε μια συμφωνία, με την κατανόηση ότι οι δυο πλευρές θα διατηρήσουν αντίστοιχα τις θέσεις τους απέχοντας από κάθε δραστηριότητα σχετική με την υφαλοκρηπίδα έξω από τα χωρικά τους ύδατα».
Στο κείμενο ο Τουργκούτ Οζάλ μιλούσε για «αμφισβητούμενες περιοχές» στο Αιγαίο, ζητώντας διερευνητικές διαπραγματεύσεις με σκοπό μια τελική συμφωνία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επιστρέφοντας στην Άγκυρα έγινε δεκτός στο αεροδρόμιο ως νικητής της μάχης στο Αιγαίο. Οπαδοί του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας έσφαξαν μπροστά του αρνιά, σύμφωνα με το ισλαμικό έθιμο. Για την κοινή γνώμη οι απειλές του Οζάλ και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ότι η Άγκυρα θα προχωρούσε σε έρευνες εφόσον θα το έπραττε και η Ελλάδα και αντιθέτως θα απείχε από αυτές εφόσον απείχε και η Ελλάδα, οδήγησαν εντέχνως στην επανενεργοποίηση του Συμφώνου της Βέρνης.
Κατά την τουρκική αντίληψη, η κρίση του Μαρτίου οδήγησε σε αποτροπή ελληνικών ερευνών.
Κατά την ελληνική αντίληψη, η απειλή πολεμικής αναμέτρησης εξανάγκασε την Άγκυρα σε αναδίπλωση.
Ο μέσος Έλληνας έμεινε στο απλοποιημένο σχήμα που έλεγε:
1. Η Τουρκία απείλησε με έρευνες.
2. Η Ελλάδα θα την σταματήσει έστω και με πόλεμο.
3. Η Τουρκία υποχώρησε άρα η Ελλάδα νίκησε.
Το ίδιο απλοποιημένο σχήμα πέρασε και στην τουρκική κοινή γνώμη:
1. Η Ελλάδα προγραμμάτισε έρευνες παραβιάζοντας τη Συμφωνία της Βέρνης
2. Η Τουρκία απείλησε με πόλεμο.
3. Η Ελλάδα υποχώρησε άρα η Τουρκία νίκησε με την επαναφορά των δεσμεύσεων αποχής της Βέρνης.
Η αλήθεια ήταν ότι η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου όχι μόνο δεν προγραμμάτιζε έρευνες στις 28 Μαρτίου αλλά έκανε το παν για να ακυρώσει τις σχετικές διαθέσεις της «Ντένισον». Όμως, η χρόνια καχυποψία στις σχέσεις των δυο χωρών οδήγησε την τουρκική ηγεσία να παρεξηγήσει την ελληνική στάση.
Τη δέσμευση της Ελλάδας για αποφυγή ερευνών πετρελαίου στο Αιγαίο μετέδωσαν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, αναγκάζοντας τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρο της ΝΔ, Κ. Μητσοτάκη να προβεί σε δηλώσεις:
«Η υποχώρηση αυτή σημαίνει ότι η Ελλάδα παραιτείται των δικαιωμάτων της σε όλη την έκταση των διεθνών υδάτων του Αιγαίου. Ακόμη και σε περιοχές που ουδέποτε αμφισβητήθηκαν. Και η Ελλάδα προφανώς ζημιώνεται, διότι είναι βέβαιο ότι σε αδιαμφισβήτητα ελληνική υφαλοκρηπίδα έχουμε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου».
Ο Κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου διαπίστωσε ότι ήταν κακά ενημερωμένος σχετικά με το πρακτικό της Βέρνης και του εξήγησε πως η συμφωνία δεν ανέφερε πουθενά τα χωρικά ύδατα και προφανώς δεν αφορούσε έρευνες σε περιοχές τις οποίες η Τουρκία ουδέποτε αμφισβήτησε.
Η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Ρουμπάτη, έλεγε: «Ο Κ. Μητσοτάκης, αυτός ο μέγας πατριώτης, έφτασε στο σημείο, κατά την προχθεσινή συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, να προτείνει να προχωρήσουμε αμέσως σε γεωτρήσεις έξω από τα χωρικά μας ύδατα, όταν γνώριζε καλά ότι αν αυτό γινόταν πράξη θα οδηγούσε τη χώρα σε περιπέτειες με άγνωστες συνέπειες».
Στη συνέχεια, αφού κατηγόρησε τον πρόεδρο της ΝΔ. ότι δεν ήταν εθνικά υπεύθυνος τόνισε πως ο Κ. Μητσοτάκης αναγνώριζε την ισχύ του πρωτοκόλλου της Βέρνης αλλά ψευδόταν για το περιεχόμενό του διότι ως υπουργός Εξωτερικών το εφάρμοσε.
Ανταπαντώντας η ΝΔ ισχυρίστηκε ότι «Ο Α. Παπανδρέου έκανε απαράδεκτες εθνικές υποχωρήσεις και έπαιξε θέατρο παριστάνοντας τον λέοντα, ενώ με την ανερμάτιστη πολιτική του η Ελλάδα κινδύνευε να οδηγηθεί εξασθενημένη σε πολεμική τραγωδία».
Το ΚΚΕ σε ανακοίνωσή του υπογράμμισε πως αντί η κρίση να αξιοποιείται για ανέξοδους πανηγυρισμούς για ήττες και υποχωρήσεις της Τουρκίας ή για ανεύθυνη δικομματική αντιπαράθεση και πλειοδοσία, θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο εξαγωγής σοβαρών συμπερασμάτων γύρω από την εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντικειμενικά, με την παρακάτω δήλωση αποδέχθηκε τη δέσμευση αμοιβαίας αποχής ερευνών επανενεργοποιώντας την «γκρίζα» υφαλοκρηπίδα της Βέρνης.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 1987 έγινε δεκτός από τον Έλληνα πρωθυπουργό ο πρόεδρος του Διεθνούς Οικονομικού Συμποσίου στο Νταβός Σβάμπ, ο οποίος διευθέτησε τη διαδικασία συνάντησης των δυο πρωθυπουργών.
Μετά από λίγες ημέρες, στις 30-31 Ιανουαρίου του 1988 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Παπανδρέου – Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας. Όπως είχε προσυμφωνηθεί από την ανταλλαγή των μηνυμάτων, οι δυο πρωθυπουργοί υπέγραψαν κοινό ανακοινωθέν που, μεταξύ άλλων, υπογράμμιζε:
«Οι πρωθυπουργοί παρουσίασαν τις απόψεις τους για τις τουρκοελληνικές σχέσεις και την επιδείνωσή τους με την πάροδο του χρόνου, αρχίζοντας από μια ιστορική προοπτική. Ασχολήθηκαν ειδικότερα με την πρόσφατη κρίση του Αιγαίου που έφερε τις δυο χώρες στα πρόθυρα πολέμου και εξέφρασαν συγχρόνως την αισιοδοξία τους, η οποία δημιουργήθηκε ως συνέπεια της ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ τους. Συμφώνησαν ότι από τώρα και στο εξής μια τέτοια κρίση δεν πρέπει να επαναληφθεί και ότι και οι δυο πλευρές πρέπει να συγκεντρώσουν τις προσπάθειες τους στη δημιουργία μόνιμων ειρηνικών σχέσεων».
Οι δυο πρωθυπουργοί συμφώνησαν στη συγκρότηση δυο επιτροπών διαλόγου. Η μια αφορούσε την εξέταση των τομέων οικονομικής συνεργασίας και η άλλη «τον καθορισμό των τομέων όπου υπήρχαν προβλήματα για την εξέταση των δυνατοτήτων γεφύρωσης του χάσματος».
Ο Α. Παπανδρέου σε κοινή συνέντευξη Τύπου χαρακτήρισε τη νέα πολιτική ως «περίοδο μη πολέμου».
Πέντε χρόνια μετά την κρίση, ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, αρχηγός του Στόλου στην κρίση του Μαρτίου του ’87, μίλησε για συμβιβαστική κατάληξη. Στο βιβλίο του Ελληνική αμυντική στρατηγική έγραψε: «Η κρίση εκτονώθηκε χωρίς αναγνώριση εκ μέρους της Τουρκίας της οριζόμενης από την Ελλάδα υφαλοκρηπίδας ούτε αποδοχή της προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης. Απεναντίας δεσμεύτηκαν και οι δυο χώρες να απόσχουν προσωρινά –κάτι που ακολουθείται μέχρι σήμερα- από δραστηριότητες γεωτρήσεων πέραν των χωρικών υδάτων. Η παράταση αυτής της κατάστασης όπως και η άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος στην επέκταση των χωρικών υδάτων, με την πάροδο του χρόνου, μάλλον μας ζημιώνουν και αυξάνουν την πιθανότητα ενισχυμένης τουρκικής παρουσίας στο Αιγαίο».
Σε αυτό το πλαίσιο είναι και το σχόλιο του χειριστή της κρίσης υφυπουργού Γιάννη Καψή στο βιβλίο του Οι 3 μέρες του Μάρτη.
«Άραγε, ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: Ότι το μόνο αποτέλεσμα και της κρίσης του ’87 ήταν να συρθούμε σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης, σε επαναχάραξη των ελληνικών συνόρων;».
Τελικά η καναδική εταιρεία «Ντένισον» δεν εξαγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο. Το κονσόρτιουμ αποδέχθηκε όμως το προνόμιο της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου να αποκτήσει το δικαίωμα veto στα προγράμματα ερευνών της, ώστε να αποτρέψει πρωτοβουλίες της εταιρείας οι οποίες θα δημιουργούσαν αιτίες πολέμου από την Τουρκία…
(Για τη μελέτη και των 7 κρίσεων από τα Σεπτεμβριανά έως τα Ίμια βλέπε Κώστα Μαρδά ΠΡΟ-ΙΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ, εκδόσεις Ποντίκι).
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου