Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ο καρκίνος απειλεί τη Λατινική Αμερική


Αντιμέτωπη με ένα εκατομμύριο θανάτους από καρκίνο μέχρι το 2030 θα βρεθεί η Λατινική Αμερική, αν οι κυβερνήσεις της δεν αντιδράσουν άμεσα και δεν βελτιώσουν τα συστήματα υγείας των χωρών τους, όπως επισημαίνεται σε έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Lancet Oncology». Τονίζεται ότι αν και τα περιστατικά καρκίνου στην περιοχή είναι λιγότερα από ό,τι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η αναλογία κρουσμάτων και θανάτων είναι πολύ υψηλότερη.

Συγκεκριμένα, στη Λατινική Αμερική καταγράφονται 163 περιπτώσεις καρκινοπαθών ανά 100.000 άτομα, ενώ στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα νούμερα είναι αντίστοιχα 300 και 264 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα.  Όσον αφορά όμως στο ποσοστό θανάτων, στη Λατινική Αμερική σημειώνονται 13 θάνατοι ανά 22 κρούσματα, έναντι 13 θανάτων σε 37 κρούσματα στις ΗΠΑ και 13 σε 30 στην Ευρώπη. Ο βασικός λόγος αυτής της διαφοράς είναι η πολύ καθυστερημένη διάγνωση, υπογραμμίζουν οι ερευνητές.

Οι επιστήμονες εκτιμούν πως μέχρι το 2030, 1,7 εκατομμύρια περιπτώσεις καρκίνου θα διαγνωστούν στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και θα σημειωθούν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο θάνατοι από καρκίνο.

Σήμερα, οι ζημιές από την ασθένεια υπολογίζονται σε τέσσερα δισεκατομμύρια τον χρόνο στην περιοχή, όχι μόνο εξαιτίας του μεγάλου κόστους των θεραπειών, αλλά από τις συνέπειες των πρόωρων θανάτων στην οικονομία.

«Πολλοί κάτοικοι της περιοχής, ειδικά στις φτωχές και αγροτικές κοινότητες έχουν ελάχιστη ή καθόλου πρόσβαση στις αντικαρκινικές υπηρεσίες, ένα πρόβλημα που επιδεινώνεται εξαιτίας της ελάχιστης επένδυσης στον τομέα της υγείας, αλλά και των ανισοτήτων που υπάρχουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής», προστίθεται στην έρευνα. Παράλληλα, περισσότεροι από τους μισούς Λατινοαμερικάνους δεν έχουν καθόλου πρόσβαση στα συστήματα υγείας.

«Οι χώρες αυτές έχουν επενδύσει κυρίως στην πρόληψη και την θεραπεία μολυσματικών νόσων και οι δαπάνες για μη μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως ο καρκίνος δεν έχουν ακολουθήσει τον ίδιο ρυθμό», τόνισε ο Πολ Γκος, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, ο οποίος ήταν επικεφαλής των ειδικών που συμμετείχαν στην έρευνα.




ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου