Μια από τις παρενέργειες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα είναι η αποχαύνωση της πολιτικής ελίτ και το μούδιασμα της κοινής γνώμης αναφορικά με τα όσα διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή και στη Μεσόγειο εν γένει. Και ενώ ας πούμε η κύρια Ρεπούση -μολονότι δεν θα την κατατάσαμε στη πολιτική ελίτ- θεωρεί σκόπιμη τη χρονική συγκυρία για ασκήσεις επιστημονικού μεγαλείου αναφορικά με την αρχαία ελληνική γλώσσα, υπάρχουν ζητήματα που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν, τουλάχιστον παράλληλα, με το «Μεταρρυθμιστικό Κωσταλέξι» μας.
Γιατί ξαφνικά όλοι μιλούν για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία με αφορμή το φρένο σε μια ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία; Τι δουλειά έχει ο Πούτιν και δεν διστάζει να υποστηρίξει το καθεστώς Άσαντ; Μολονότι θα ήταν βιαστικό να αποδώσουμε τη στάση της Μόσχας σε κάποιο ψυχολογικό κατάλοιπο του ένδοξου Σοβιετικού παρελθόντος ή σε κάποια αταβιστική Ψυχροπολεμική νοοτροπία, οι κινήσεις του Πούτιν δεν είναι ούτε αδέξιες ούτε μεγαλομανείς. Υπάρχει συγκεκριμένη λογική πίσω από τη στάση του Ρώσου ηγέτη στη Συρία και η εφαρμογή της είναι ατόφια ρεάλ πολιτίκ.
Αρκετοί αναφέρονται στα οικονομικά συμφέροντα της Ρωσίας στη Συρία, αλλά στη πραγματικότητα, όπως τεκμηριώνει (σε μια από τις πιο εύστοχες αναλύσεις) ο Ντάνιελ Τρέισμαν, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο UCLA, τα οφέλη είναι αναλογικά ελάχιστα. Οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ασήμαντες. Το 2011 οι ρωσικές εξαγωγές στη Συρία ανήλθαν περίπου στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσοστό περίπου της τάξης του 0.4% του συνόλου της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ρωσίας. Την ίδια εποχή οι εισαγωγές από τη Συρία ανέρχονταν στο ποσό των 306 εκατομμυρίων δολαρίων. Μέχρι και το 2009 η Ρωσία είχε κάνει επενδύσεις στη Συρία της τάξης των 19.4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για τον εύρυθμο κύκλο παραγωγής όπλων της Ρωσικής βιομηχανίας, η Συρία έχει προφανώς ειδική βαρύτητα. Αρκετοί αναλυτές πιστοποιούν τις άριστες σχέσεις των Ρώσων βιομηχάνων όπλων με κύκλους του Κρεμλίνου. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης υπολογίζεται ότι το διάστημα 2008-2012 οι εξαγωγές ρωσικών όπλων στη Συρία ανήλθαν περίπου στα 1.1 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με το παγκόσμιο συνολικό ποσό εξαγωγής όπλων της Ρωσίας που αγγίζει τα 35.2 δισεκατομμύρια δολάρια. Δίχως δεύτερη σκέψη, πολλές ρωσικές εταιρείες επιθυμούν να επενδύσουν στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Συρίας. Ακόμη όμως και σε αυτή τη περίπτωση τα οικονομικά συμφέροντα της Μόσχας στη χώρα δεν είναι γιγάντια, αν και σαφέστατα η Ρωσία δεν θα ήθελε να χάσει μια σπουδαία πρόσβαση 40 ετών στη Μεσόγειο μέσω του ναύσταθμου της Ταρτούς.
Σύμφωνα με τον Τρέισμαν, το πραγματικό κίνητρο του Πούτιν πίσω από τη δυναμική αντίσταση στα σχέδια των ΗΠΑ για ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας είναι απλό: αρνείται κατηγορηματικά να αποδεχθεί την επιδίωξη των ΗΠΑ για ανατροπή του καθεστώτος με στρατιωτικά μέσα. Ο πρώτος λόγος είναι γιατί ψυχαναιμίζεται ότι αρκετοί στην Ουάσινγκτον θα ήθελαν να δουν και το δικό του καθεστώς να αλλάζει. Αν και σε καμία περίπτωση η ανατροπή του Πούτιν δεν συνιστά σκοπό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, εκείνος αρνείται έστω και την παραμικρή υποψία παράπλευρης «εφαρμογής» αυτής της πρακτικής. Γιατί έχει ξαναδεί «το ίδιο έργο» βίαης ανατροπής καθεστώτων -με τις ευλογίες των ΗΠΑ- στο Ιρακ, την Αίγυπτο, τη Λιβυή, όπου απωθητικές, πλην όμως σταθερές, δικτατορίες αντικαταστάθηκαν από επικίνδυνο χάος. Ανάμεσα στο δίπολο απολυταρχικές ηγεσίες και ασταθείς δημοκρατίες που κηδεμονεύονται από σεχταριστικές ομάδες, ο Πούτιν επιλέγει τις πρώτες. Εξάλλου η αστάθεια στο μουσουλμανικό κόσμο θα μπορούσε να επεκταθεί και στη περιοχή του βόρειου Καυκάσου και στη κεντρική Ασία, γεγονός που ασφαλώς δεν περνάει απαρατήρητο από τους Ρώσους δεξιοτέχνες της γεωπολιτικής. Τέλος ο ίδιος ο Πούτιν εμφανίζεται εξόχως κυνικός απέναντι στην πρόθεση τιμωρίας του Ασάντ για τη χρήση χημικών όπλων, αφού οι ΗΠΑ συνέχισαν να στηρίζουν τον Σαντάμ Χουσεϊν ακόμη και όταν εκείνος χρησιμοποίησε κατά συρροή δηλητηριώδη αέρια για να δολοφονήσει τους Κούρδους του Ιρακ το 1988. Κοντολογίς, η Ρωσία με τη στάση της διακηρύσσει ανοιχτά ότι αντιλαμβάνεται πως η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πηγάζει κυρίως από την ανάγκη ενδυνάμωσης της επιρροής της ως ηγέτιδα παγκόσμια δύναμη, εκτοπίζοντας τους εχθρούς της, παρά από την επιθυμία της να επιβάλλει τις διεθνείς συμβάσεις. Σύμφωνα με τον Πούτιν, όλες οι προηγούμενες επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή διόγκωσαν την αστάθεια και οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποήση των σεχταριστικών συγκρούσεων και επομένως υπονομεύουν τα συμφέροντα της Ρωσίας. Ακόμη και αν διαφωνούμε με την λογική Πούτιν, δεν μπορούμε να πούμε ότι συμπεριφέρεται παράλογα.
*Ο Νίκος Άγουρος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Global Media and Communications στη London School of Economics, και Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εχει εργαστεί στο «Βήμα της Κυριακής», ως διευθυντής σύνταξης του ενθέτου «ΒΗΜΑmen» και εργάζεται στον περιοδικό Τύπο από το 2000.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου