Του Χρήστου Ιακώβου
Το 1956, μεσούντος του ελληνικού ένοπλου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με τη Ελλάδα, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές απεφάσισε να προσλάβει ως μόνιμο σύμβουλο του τουρκικού κράτους τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και βουλευτή του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Νιχάτ Ερίμ, και να του αναθέσει τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο Κυπριακό Ζήτημα.
Ο Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις (24 Νοεμβρίου και 22 Δεκεμβρίου) στον πρωθυπουργό Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο βάσει του οποίου υλοποιήθηκε η τουρκική πολιτική επί του κυπριακού. Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις, αφού άλλωστε ήταν κρατική πολιτική, οι οποίες το ακολούθησαν με αποτελεσματικότητα, συνοχή, ενεργητικότητα και σταθερή προσήλωση στους στρατηγικούς στόχους.
Οι βασικοί πυλώνες των εκθέσεων ήταν: Πρώτος, οι Τουρκικές διεκδικήσεις επί της Κύπρου δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε νομικά επιχειρήματα αλλά σε πολιτικούς λόγους. Όμως, προκειμένου να μη δημιουργείται πρόβλημα στις σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η μέση λύση, δηλαδή αυτή της διχοτόμησης.
Δεύτερος, θα πρέπει η Τουρκία να επιμένει διεθνώς ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε μια από τις οποίες έχει το δικαίωμα της ξεχωριστής αυτοδιάθεσης. Το μέλλον των δύο ξεχωριστών λαών, είτε ανεξαρτησία είτε ένωση με την μητέρα-πατρίδα είτε συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας, θα πρέπει να αποφασισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος ξεχωριστά σε κάθε μια εκ των δύο.
Τρίτος, η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί αφού πρώτα μετακινηθεί ο Ελληνικός πληθυσμός, έτσι ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της αρεσκείας του. Τέτοια μετακίνηση δεν θα συνιστά αδικαιολόγητη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που σήμερα είναι μειοψηφική, επιπλέον θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί μια μελλοντική ελληνοτουρκική κρίση. Τέταρτος, η Τουρκία θα πρέπει να προσδιορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης λαμβάνοντας υπ’ όψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων.
Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της νήσου θα πρέπει να συμμετέχει αναγκαστικά και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλεια της καθώς και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ. Πέμπτος, θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα μέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης.
Με τη δημιουργία του ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους, η Τουρκία, μέσω του συντάγματος, κατόρθωσε να μετατρέψει και να νομιμοποιήσει την τουρκική μειονότητα ως κοινότητα και να την εξισώσει με την ελληνική πλειονότητα μέσω του βέτο του αντιπροέδρου. Επιπλέον μέσω της συνθήκης εγγύησης και της συνθήκης συμμαχίας πέτυχε να αποκλείσει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η ίδια να καταστεί μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, να διαθέτει μόνιμα στο νησί στρατιωτικό απόσπασμα, να συμμετέχει μέσω του τριμερούς στρατηγείου στο σχεδιασμό και διεξαγωγή της άμυνας της Κύπρου και να εξασφαλίσει τα λεγόμενα «επεμβατικά δικαιώματα» των εγγυητριών δυνάμεων.
Το 1974 η Τουρκία υλοποίησε τον τρίτο πυλώνα των εκθέσεων Νιχάτ Ερίμ, δηλαδή με τη χρήση βίας επέβαλε γεωγραφικό διαχωρισμό με την ταυτόχρονη μετακίνηση των πληθυσμών. Έκτοτε, η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής καταναγκαστική στρατηγική: α) ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά, το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας) και δ) μέσω του ψυχολογικού πολέμου έχει καταφέρει να επιβάλει την αντίληψη στην ελληνική πλευρά ότι το κόστος από ένα πόλεμο θα είναι μικρό για την Τουρκία επειδή ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας).
Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά της τουρκικής στρατηγικής στο Κυπριακό είναι η ενεργός υποστήριξη των στόχων και η μη συρρίκνωσή τους, η συνοχή σε βάθος χρόνου και κατ΄ επέκτασιν η αποτελεσματικότητα. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα, η οποία υπαγορεύει υποβολή σαφώς πιο ευνοϊκών σχεδίων για την Τουρκία και ταυτοχρόνως για την τουρκική στρατηγική αποτελεί την υλοποίηση του πέμπτου πυλώνα της έκθεσης του Νιχάτ Ερίμ, δηλαδή λύση εντός της οποίας το σύστημα ασφαλείας της Κύπρου να ελέγχεται από την Τουρκία.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου