Την πρώτη κιόλας μέρα της κρίσης, 26 Μαρτίου, το Στέητ Ντηπάρτμεντ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Οι ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο επικεντρώθηκαν σ’ έναν αριθμό ζητημάτων περιλαμβανομένης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου, του ελέγχου πτήσεων, των νατοϊκών διευθετήσεων διοικήσεως και ελέγχου και της στρατιωτικοποίησης ορισμένων νησιών. Προσφάτως, η ένταση κλιμακώθηκε επί του θέματος των δικαιωμάτων ερεύνης για πετρέλαιο στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι τα προβλήματα του Αιγαίου εμπεριέχουν σοβαρά θέματα και για τις δυο χώρες. Εκφράζουμε την λύπη μας για την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δυο φίλων και συμμάχων χωρών και συνιστούμε και προς τις δυο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν ενέργειες ή δηλώσεις που θα μπορούσαν να οξύνουν την κατάσταση…».
Η ανακοίνωση αναφερόταν σε όλες τις πτυχές των διαφορών στο Αιγαίο, κρατώντας ουδέτερη στάση απέναντι στον έξοδο του «Πίρι Ρέις»
Η Τουρκία κλιμάκωσε τις απαντήσεις της: Τουρκικά πολεμικά παραβίασαν τα χωρικά ύδατα κοντά στο Καστελόριζο σε τέτοιο σημείο, ώστε ένας ψαράς που ψάρευε σε κάβο του νησιού έτρεξε έντρομος στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έδωσε εντολή για πλήρη ετοιμότητα. Ο ελληνικός στρατός κινητοποιήθηκε. Στον Έβρο εκκενώθηκαν παραμεθόρια χωριά. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία προετοίμασαν τα χειρουργεία τους. Έφεδροι κλήθηκαν υπό τα όπλα. Η πολεμική Αεροπορία σάρωνε τους ουρανούς. Τα αντιαεροπορικά πυροβόλα στα νησιά διατάχθηκαν να χτυπήσουν κάθε εχθρικό στόχο. Το Πολεμικό Ναυτικό ανοίχθηκε στο Αιγαίο σε τάξη μάχης. Οι αίθουσες επιχειρήσεων των τριών όπλων έπαιρναν συνεχώς αναφορές για τις κινήσεις το εχθρού.
Δεν έλειψαν βέβαια και συμπεριφορές πανικού, καθώς οι νοικοκυρές έτρεξαν στα σούπερ μάρκετ, για να προμηθευτούν τρόφιμα για τον πόλεμο. Από τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου αρκετοί γονείς έστειλαν αεροπορικώς τα βρέφη τους σε συγγενείς τους στην Αθήνα. Κάποιοι νησιώτες νοίκιασαν μικρά αεροσκάφη της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας και κατέφυγαν στην ελληνική πρωτεύουσα. Αλλά η πλειονότητα των νησιωτών περίμενε τους Τούρκους στα χαρακώματα έχοντας το χέρι στην σκανδάλη.
Ο ελληνικός Τύπος πρόβαλε τη στρατιωτική κινητοποίηση με πύρινους τίτλους και άρθρα κατά της «τουρκικής προκλητικότητας». Η εθνική ομοψυχία είχε φθάσει στα ύψη, παρ’ ότι εκείνες τις ημέρες η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη με την απόφαση της κυβέρνησης να διανείμει σε ακτήμονες τη μοναστηριακή περιουσία και να προωθήσει την εκλογή εκκλησιαστικών επιτροπών που θα διαχειριζόταν τις εισπράξεις. Τα επιθετικά ρεπορτάζ για τις κυβερνήσεις ευθύνες στην σκανδαλώδη στήριξη του τραπεζίτη Γιώργου Κοσκωτά έδωσαν τη θέση τους σε θριαμβευτικές περιγραφές της κινητοποίησης του Στρατού, του Ναυτικού, της Αεροπορίας και της ενθουσιώδους ανταπόκρισης των εφέδρων που κλήθηκαν στις μονάδες τους.
Ο τουρκικός Τύπος είχε εμπαθή σχόλια για το πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου, χαρακτηρίζοντας προκλητική και επικίνδυνη την πολιτική του μη διαλόγου. Οι αρθρογράφοι των τουρκικών εφημερίδων έβλεπαν ως «τυχοδιωκτική» την ρητορική του Έλληνα πρωθυπουργού για «συρρίκνωση του ελληνισμού».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Χαλέφογλου προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατηγορώντας την Ελλάδα για διατάραξη της ειρήνης στο Αιγαίο.
Τη δεύτερη μέρα της κρίσης, Παρασκευή 27 Μαρτίου, ο γενικός γραμματέας του τουρκικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας επιβεβαίωσε την αύξηση της επιφυλακής των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα Κωνσταντόπουλου, οι Τούρκοι διπλωμάτες στις επαφές τους με τους ξένους πρεσβευτές επαναλάμβαναν στερεότυπα την εξής θέση της χώρας τους:
1. Η Τουρκία επιθυμεί οι δυο χώρες να συμμορφωθούν με το Πρωτόκολλο της Βέρνης.
2. Προτείνει επανάληψη των διμερών διαπραγματεύσεων.
3. Αν εκπληρωθούν οι δυο αυτές προϋποθέσεις, η Τουρκία θα σταματήσει κάθε δραστηριότητα.
4. Σε περίπτωση που η Ελλάδα επιχειρήσει να παρεμποδίσει το πλοίο, η Τουρκία θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της.
Ο Α.Παπανδρέου ισχυρίστηκε πως δεν ήταν τυχαίο που ο Τούρκος πρωθυπουργός βρισκόταν στις ΗΠΑ και ότι ο υπουργός των ΗΠΑ Ουάινμπεργκερ επισκέφθηκε επί 6 ημέρες την Τουρκία. Ξεκαθάρισε ότι θεωρούσε το κείμενο της Βέρνης ανενεργό, εφόσον σταμάτησαν οι συνομιλίες από το ’81, γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε το «Πίρι Ρέις» (Σισμίκ) να προχωρήσει σε έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Πρότεινε παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αρνούμενος πολιτικό διάλογο. Και συνέχισε λέγοντας:
«Δεν επιζητούμε επιδαιτησία αλλά σαφώς θέτουμε και το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον των ιστορικών τους ευθυνών. Είναι φυσικό να απευθυνθούμε και στην Ατλαντική Συμμαχία και ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και να τονίσουμε ότι αυτές επωμίζονται την ευθύνη για τις εξελίξεις στο Αιγαίο. Διότι όχι μόνο στηρίζουν με ανερχόμενο ρυθμό τη στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας αλλά ανέχονται και καλύπτουν –όπως είναι η περίπτωση του κατοχικού στρατού στη Βόρεια Κύπρο- ακόμα και τις έκνομες πράξεις της Τουρκίας.
»Θα πρέπει να είναι σαφές», συνέχισε, «ότι, σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την είσοδο του Σισμίκ στο Αιγαίο, θα υπάρξει καταλυτική αλλαγή και στο χώρο των Βαλκανίων αλλά πιστεύω και σε αυτό ακόμη το σύστημα άμυνας των Δυτικών, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Οι επιπτώσεις θα είναι καταλυτικές. Δεν είναι δυνατόν να συνομιλούμε για τη Φωνή της Αμερικής, δεν είναι δυνατόν να δεχόμεθα πρόσκληση, την οποία ακόμα επίσημα δεν έχουμε, να συζητήσουμε το μέλλον των στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών, όταν υπάρχει πράσινο φως προς την Τουρκία να προχωρήσει στα ατοπήματα, τα οποία περικλείουν έναν τεράστιο κίνδυνο και για την Τουρκία και για την Ελλάδα και για τα Βαλκάνια, τουλάχιστον».
Ο Έλληνας πρωθυπουργός προχώρησε παραπέρα ενημερώνοντας τους υπουργούς για δυο σημαντικές κινήσεις του, όπως ήταν το μήνυμα προς τη Βουλγαρία και το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη:
«Και θα ήθελα επίσης να πω, κλείνοντας την πληροφόρηση, ότι ο υπουργός των Εξωτερικών της χώρας Κάρολος Παπούλιας συναντάται σήμερα με τον πρόεδρο της Βουλγαρίας Ζίβκοφ, μεταφέροντάς του ένα σοβαρό μήνυμα από πλευρά μου. Όπως γνωρίζετε, υπάρχει συμφωνία μη επιθέσεως, η οποία επιβάλλει αυτή την ώρα την παράδοση ενός τέτοιου μηνύματος από τον υπουργό Εξωτερικών –δικού μηνύματος- προς τον Τεοντόρ Ζίβκοφ, με τον οποίο με συνδέει βεβαίως στενή προσωπική φιλία…».
Αφού κάλεσε τους Έλληνες να κρατήσουν «νηφάλια αποφασιστικότητα», απαντώντας σε προετοιμασμένη ερώτηση δημοσιογράφου για το αν θα κλείσουν οι αμερικανικές βάσεις, είπε: «Αυτονόητο, ασφαλώς! Ίσως και πριν από την εμπλοκή!». Αναφερόμενος στις πιέσεις για διάλογο επί της ουσίας ο Α. Παπανδρέου τόνισε:
«Εάν η κρίση αυτή αποτελεί μεθόδευση για να μας υποχρεώσουν να πάμε σε τραπέζι διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης, εάν αυτός είναι ο στόχος τους, δεν πρόκειται η κυβέρνηση αυτή να το δεχθεί, να υποκύψει. Θα ήθελα αυτό το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο. Πολιτικό διάλογο για άλλα θέματα, πλην του νομικού θέματος της υφαλοκρηπίδας, δεν είναι δυνατόν να κάνουμε με την Τουρκία, γιατί είναι όλα πολιτικά θέματα και αφορούν αποκλειστικά ποια κυριαρχικά δικαιώματα, θα παραχωρήσει η Ελλάδα στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο. Και δεν δεχόμεθα τέτοια μηνύματα. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη».
Στην Τουρκία, ο αντιπρόεδρος Καντεμίρ κάλεσε τους δημοσιογράφους και τους δήλωσε ότι το «Πίρι Ρέις» στις 12 το μεσημέρι της επομένης θα βρισκόταν στη θέση Μπάμπουρας, στη Θάσο, 12 μίλια από τις ακτές του νησιού και μόλις 2 μίλια από την θαλάσσια περιοχή όπου προγραμμάτιζε έρευνες η «Ντένισον».
Ο υποστράτηγος Γκουβέν Εργκέντζ επανέλαβε στους δημοσιογράφους και τους δήλωσε ότι:
«Το πλοίο, που βρίσκεται τώρα στο Τσανακαλέ για ανεφοδιασμό, θα βγει στο Αιγαίο με κατεύθυνση τα διεθνή ύδατα, θα συνοδεύεται από πολεμικά πλοία, ενώ ο στρατός είναι σε επιφυλακή για παν ενδεχόμενο. Σε περίπτωση παρεμπόδισης της αποστολής του πλοίου, έχουν δοθεί εντολές στα πολεμικά πλοία να το προστατεύσουν. Πρόκειται για πολεμικά πλοία και επίθεση εναντίον τους αποτελεί casus belli».
Στις 6 το απόγευμα της 27ης Μαρτίου 1987 ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Καψής κάλεσε τον Αμερικανό πρεσβευτή Ρόμπερτ Κήλι. Ο υφυπουργός εξέφρασε την έκπληξή του γιατί δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ενημερωθεί από το υπουργείο για τις ελληνικές θέσεις: «Το μήνυμα που μας δώσατε ήταν πως αν οι ΗΠΑ δεν έδωσαν επισήμως το πράσινο φως, τουλάχιστον, μας αφήνετε να καταλάβουμε ότι είσθε διατεθειμένοι να ανεχθείτε μια αδικαιολόγητη, άμεση και ανοιχτή πρόκληση κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας».
Ο Αμερικανός πρεσβευτής απάντησε ότι δεν επικοινώνησε μαζί του γιατί περίμενε οδηγίες από το Στέητ Ντηπάρτμεντ και ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στη διαφορά της ώρας.
Ο Γ. Καψής περιγράφει ως εξής τη συνέχεια της συνομιλίας:
«-Κύριε πρέσβυ, ο πρωθυπουργός δήλωσε σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο ότι μια θερμή αναμέτρηση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα έχει καταλυτικές συνέπειες στην περιοχή. Αν και επιθυμούμε να διασώσουμε τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, για καθαρά στρατιωτικούς λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε το άρθρο 7 της συμφωνίας του 1983 και να αναστείλουμε τη λειτουργία της βάσης της Νέας Μάκρης, ώστε να μην προκληθούν παρεμβολές στις επιχειρήσεις της ελληνικής Αεροπορίας.
»-Κύριε υπουργέ, η συμφωνία προβλέπει διαβουλεύσεις πριν από το κλείσιμο της βάσης.
»-Αυτό κάνουμε τώρα… Διαβουλευόμεθα. Αλλά η διαβούλευση θα έχει τελειώσει μόλις φύγετε από το γραφείο μου και τότε η βάση θα κλείσει. Διότι το άρθρο ορίζει ότι οι διαβουλεύσεις δεν μπορούν να αναστείλουν το αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας για επιβολή περιοριστικών μέτρων.
»-Αντιλαμβάνεστε ότι στην Ουάσινγκτον θα προκληθεί δυσφορία και ανησυχία…
»-Μακάρι… Μέχρι τώρα δυσφορούσαμε και ανησυχούσαμε μόνον εμείς. Τώρα θα ανησυχούμε και οι δυο».
Η κίνηση αυτή έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη αλλά και διεθνώς. Όμως σε πρακτικό επίπεδο η βάση δεν έκλεισε. Οι δημοσιογράφοι που έσπευσαν τα μεσάνυχτα έξω από τη βάση της Νέας Μάκρης βρέθηκαν μπροστά σε Αμερικανούς φρουρούς που απαγόρευαν την είσοδο και ήλεγχαν εξονυχιστικά κάθε εισερχόμενο ή εξερχόμενο μέλος του προσωπικού. Οι συντάκτες απαίτησαν να μιλήσουν με τον Έλληνα αντιπρόσωπο αλλά αντιμετώπισαν την άρνηση των Αμερικανών φρουρών. Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ένας Αμερικανός υπολοχαγός, υπεύθυνος ασφαλείας, ανέφερε στους δημοσιογράφους ότι ο Έλληνας αντιπρόσωπος της βάσης δεν ήταν μέσα. Όταν ρωτήθηκε για τη λειτουργία της βάσης, είπε ότι η βάση λειτουργούσε κανονικά.
Σημειωτέον ότι στο «Συγκρότημα Ναυτικών Επικοινωνιών» (Naval Communication Complex) της Νέας Μάκρης υπηρετούσαν 20 αξιωματικοί του Ναυτικού, 300 αξιωματικοί και ναύτες και 125 Έλληνες και Αμερικανοί εργαζόμενοι. Χάρη στα ηλεκτρονικά συστήματα, τα αμερικανικά υποβρύχια, τα πλοία και τα αεροσκάφη στον Ινδικό Ωκεανό και στον Περσικό Κόλπο επικοινωνούσαν με το Πεντάγωνο. Στον υψηλής διαβάθμισης χώρο των ηλεκτρονικών μηχανημάτων μόνο το 2% του αμερικανικού προσωπικού εδικαιούτο να μπει. Τα συστήματα εξυπηρετούσαν την επικοινωνία του πρεσβευτή και του σταθμάρχη της CIA με την Ουάσινγκτον και τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Εν τω μεταξύ, στο Στέητ Ντηπάρτμεντ ο υφυπουργός Άρμακοστ, απαντώντας σε διαβήματα του Έλληνα πρεσβευτή Γεωργίου Παπούλια, υπογράμμισε ότι οι Τούρκοι έριχναν την ευθύνη στην Ελλάδα, η οποία –κατά τους Τούρκους- θα προχωρούσε σε γεωτρήσεις στις 28 Μαρτίου. Το ίδιο ανέφερε και ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας του ΟΗΕ Ολτέρ Τουρκμέν στην επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα Ξαβιέ Περέζ ντε Γκουεγιάρ. Την ίδα φήμη επανέλαβε και ο Τούρκος πρεσβευτής στον Ουάσινγκτον, Ελεγκτάγκ, όταν εκλήθη στο Στεήτ Ντηπάρτμεντ από τον Άρμακοστ, σύμφωνα με εμπιστευτική-φιλική πληροφόρηση του Αμερικανού πρεσβευτή Ρόμπερτ Κήλι προς τον Γιάννη Καψή, σε τηλεφωνική επικοινωνία τα ξημερώματα της Παρασκευής 27 Μαρτίου.
Όλοι οι Τούρκοι αρμόδιοι επικαλούντο την συνομιλία Καψή – Άκιμαν της 27 Φεβρουαρίου του 1987 για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα θα ξεκινούσε έρευνες, παρόλο που η καναδική κοινοπραξία δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία ή κίνηση προσωπικού – μηχανημάτων που να τεκμηριώνει, στην πράξη, την διενέργεια ερευνών. Μάλιστα, το πλωτό γεωτρύπανο της κοινοπραξίας είχε καταπλεύσει στο λιμάνι Κερατσινίου για επισκευές και η διοίκηση της «Ντένισον» ενόψει της εξαγοράς από το ελληνικό Δημόσιο, δεν ανανέωσε τη μίσθωσή του.
Προκειμένου να αρθεί η παρερμηνεία, ο υφυπουργός Γ. Καψής με την έγκριση του πρωθυπουργού, κάλεσε το βράδυ της Παρασκευής τον Τούρκο πρεσβευτή Ναζμί Ακιμάν και του υπαγόρευσε την εξής διευκρινιστική δήλωση:
«Σχετικά με την θέση μας, στο ζήτημα των ερευνών και των γεωτρήσεων στην υφαλοκρηπίδα, επιθυμώ να επαναλάβω όσα σας εδήλωσε στις 27 Φεβρουαρίου. Διευκρινίζω ότι η θέση μας είναι η εξής: Μετά την εξαγορά των μετοχών της ΝΑPC, η ελληνική κυβέρνηση θ’ αποκτήσει το δικαίωμα εάν θα επιτρέψει, πώς θα επιτρέψει και πότε θα επιτρέψει έρευνες και γεωτρήσεις πέραν των χωρικών υδάτων, επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι τα δικαιώματα της Ελλάδας υφίστανται ad initio (εξ’ αρχής). Επιθυμώ να επαναλάβω, επίσης, την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης προς την τουρκική κυβέρνηση, όπως το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σύμφωνα με το συμβατικό κι εθιμικό Διεθνές Δίκαιο.
»Αντιλαμβάνεστε ότι η πρότασή μας επιβάλλει αναγκαστικά ν’ απόσχετε από οποιαδήποτε ερευνητική δραστηριότητα την οποία ενδεχομένως έχετε αρχίσει. Αντιλαμβάνεσθε ακόμη ότι το δικαίωμα του εάν, πού, πώς και πότε θα επιτραπούν έρευνες, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά μας. Η πολιτική μας χαρακτηρίζεται από αυτοσυγκράτηση και επιβεβαιώνουμε ότι ο σκοπός μας είναι να διατηρήσουμε την ειρήνη. Μετά την εξαγορά των μετοχών της ΝAPC από την ελληνική κυβέρνηση, εμείς θα λαμβάνουμε όλες τις σχετικές αποφάσεις».
Όπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Γ. Καψής, ο Ναζμί Ακιμάν, αιφνιδιασμένος, είπε ότι η παραπάνω δήλωση ήταν πιο θετική σε σχέση με προηγούμενες δηλώσεις του υφυπουργού. Ο παριστάμενος αρμόδιος επί των ελληνοτουρκικών πρεσβευτής Κώστας Ζέππος τού υπενθύμισε το διάλογο της 27ης Φεβρουαρίου. Ο Τούρκος πρεσβευτής επέμεινε λέγοντας ότι οι πρωινές τοποθετήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν σε άλλο κλίμα. Ο Γ. Καψής του απάντησε πως θα του έστελνε το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Α. Παπανδρέου στο υπουργικό συμβούλιο και μάλιστα στα αγγλικά για να μην υπάρξει μεταφραστικό λάθος, όπως είχε σε άλλες περιπτώσεις επικαλεσθεί ο Ακιμάν.
Στις Βρυξέλλες, στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ, οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας εξέθεσαν τα επιχειρήματά τους. Ο Έλληνας πρεσβευτής Χρήστος Ζαχαράκης τόνισε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμούσε τον πόλεμο αλλά ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει τα νόμιμα συμφέροντα της έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ολτσάν εξήγησε ότι η πολεμική κινητοποίηση της χώρας του αποτελούσε απάντηση στην προσπάθεια της Ελλάδας να παραβιάσει τη συμφωνία της Βέρνης, θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη στην περιοχή.
Τη βαθιά του ανησυχία εξέφρασε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ λόρδος Κάρινκτον, καλώντας τις δυο χώρες να αποφύγουν κάθε βίαιη ενέργεια και να αναζητήσουν ειρηνικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς τους.
Στον ΟΗΕ, ο γενικός γραμματέας Ντε Γκουεγιάρ προσφέρθηκε να καταβάλει κάθε προσπάθεια προς εκτόνωση της κρίσης.
Το απόγευμα της Παρασκευής 27 Μαρτίου, ο Έλληνας υφυπουργός Εξωτερικών επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ λόρδο Κάρινγκτον. «Ήταν μια έμπνευση της στιγμής, μια αυθόρμητη ενέργεια. Δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα. Ίσως να κερδίζαμε κάτι», γράφει ο Γ. Καψής ο οποίος καταγράφει τη σχετική συνομιλία η οποία οδήγησε στη μεσολαβητική προσπάθεια του ΝΑΤΟ:
«Χωρίς περιστροφές του τόνισα ότι στις 11:30 το πρωί της επομένης οι στόλοι των δυο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, θα διασταύρωναν τα πυρά τους, ανατολικά της Θάσου. Δεν υπήρχε το παραμικρό ενδεχόμενο να υποχωρήσουμε. Ο στόλος μας βρισκόταν ήδη στο Αιγαίο σε τάξη μάχης, με ρητές εντολές να εμποδίσουν κι έν ανάγκη να βυθίσουν το «Σισμίκ». Και οι εντολές αυτές δεν μπορούσαν πια ν’ αλλάξουν. Είχε ήδη επιβληθεί «σιγή ασφαλείας» και δεν υπήρχε επικοινωνία με τα πλοία μας. Η μόνη λύση ήταν, να μη μας προκαλέσει η Τουρκία.
»-Καταλαβαίνω, μου είπε, την σοβαρότητα της κατάστασης. Και κατανοώ την θέση σας. Θ’ αναλάβω πρωτοβουλία. Και θα τηλεφωνήσω και στο Λονδίνο…
»Τον ανησυχούσε, ειλικρινά, η κρίση στο Αιγαίο, τον λόρφο Κάρινγκτον. Τον ανησυχούμε, όμως, ακόμη περισσότερο η επίσκεψη Παπούλια στην Σόφια. Λες και δεν πίστευε στα αυτιά του το Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, είχε τηλεφωνήσει δυο φορές στον Ζαχαράκη για να βεβαιωθεί ότι… η είδηση ήταν ακριβής.
»Ήταν ένα μεγάλο ατού του Παπανδρέου, η κίνηση εκείνη. Έδινε σάρκα και οστά στην προειδοποίηση που, επανειλημμένα, είχε απευθύνει στους νατοϊκούς, δημόσια και ιδιωτικά. «Αν υπάρξει θερμή αναμέτρηση Ελλάδας και Τουρκίας», τους έλεγε, «τότε όλο το Ν.Α. σκέλος του ΝΑΤΟ θα καταρρεύσει…».
«-Είναι η πρώτη καλή είδηση…, μου είπε ο πρωθυπουργός μόλις τον ενημέρωσα. Αρκεί να επιτύχει… Και να προφθάσει…».
Η Βουλγαρία τελικά τήρησε επιφυλακτική στάση. Η δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών Ιβάν Γκάνεφ ήταν γενικόλογη:
«Θα επιθυμούσαμε τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των γειτόνων μας να βρουν μια λύση. Σε καμιά περίπτωση δεν είμαστε θιασώτες της πεπαλαιωμένης θέσης που λέει, όταν δυο παλεύουν, ο τρίτος χαίρεται. Η όξυνση αντιθέσεων μεταξύ των γειτονικών μας χωρών δεν είναι προς το συμφέρον της ειρήνης, της σταθερότητας, της καλής γειτονίας και της συνεργασίας στην περιοχή των Βαλκανίων καθώς και προς το συμφέρον της Βουλγαρίας. Να γιατί επιθυμούμε σε όλα τα ζητήματα που πραγματικά υπάρχουν να αναζητηθεί ειρηνική λύση».
Η τοποθέτηση αυτή διασκέδασε τους φόβους του ΝΑΤΟ για σύμπηξη αντιτουρκικού άξονα Ελλάδα – Βουλγαρία και έδειξε τα περιορισμένα όρια πίεσης που μπορούσε να ασκήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου έναντι της Δυτικής συμμαχίας.
Ανταποκρινόμενος στην έκκληση του λόρδου Κάρινγκτον, ο Τούρκος πρωθυπουργός, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, σε συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό του ΒΒC, προσδιόρισε τη θέση της Τουρκίας με τρόπο που έδινε διέξοδο: «Το τουρκικό ερευνητικό πλοίο που επρόκειτο να πλεύσει (στο Αιγαίο) αύριο δεν θα βγει στα διαφιλονικούμενα νερά, εκτός μόνον εάν η Ελλάδα πράξει το ίδιο…». Ο Τουρκούτ Οζάλ ισχυρίστηκε ότι οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν βρίσκονταν στο ανώτατο επίπεδο ετοιμότητας όπως οι ελληνικές. Επετέθη στον Α. Παπανδρέου λέγοντας πως δυσκόλευε το διάλογο με το να υποστηρίζει ότι το Αιγαίο ήταν ελληνικό και με την απαίτησή του να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός με μήνυμά του προς τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, επιβεβαίωσε την πρόταση διεξόδου. Το μήνυμα αυτό δεν κοινοποιήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση στην ελληνική κυβέρνηση, γι΄ αυτό ο λόρδος Κάρινγκτον ενημέρωσε γραπτώς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών κα σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον υφυπουργό Γ. Καψή πιστοποίησε ότι το μήνυμα έγινε κατανοητό ως προς την προοπτική εκτόνωσης της κρίσης.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου