Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Πυρηνική τρομοκρατία και πυρηνική ασφάλεια το 2016: Πόσο μεγάλη είναι η απειλή;


Το φάσμα του πυρηνικού ολέθρου, που δέσποζε απειλητικό πάνω από τον κόσμο επί σειρά δεκαετιών, σε μεγάλο βαθμό θεωρήθηκε ότι έλαβε τέλος (ή έστω, απομακρύνθηκε σημαντικά) με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το ενδεχόμενο μιας κρίσης η οποία θα οδηγούσε σε μια «πυρηνική ανταλλαγή» μεταξύ των μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων, στο πλαίσιο του δόγματος MAD (Mutual Assured Destruction- Επιβεβαιωμένη Αμοιβαία Καταστροφή) για πολλά χρόνια φάνταζε μακρινό, ενώ, ακόμα και σε επίπεδο πυρηνικών ατυχημάτων - αν και οι μνήμες του Τσέρνομπιλ παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα- ο συγκεκριμένος φόβος φάνηκε να υποχωρεί, λόγω της προόδου της τεχνολογίας (παρά τους προβληματισμούς σχετικά με την κατάσταση πολλών πυρηνικών σταθμών σε χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ).

Βεβαίως, η νέα εποχή έφερε και νέες ανησυχίες στον συγκεκριμένο τομέα, βασική εκ των οποίων ήταν ο κίνδυνος διασποράς πυρηνικών όπλων στον κόσμο – ειδικά όσον αφορά στη μοίρα σοβιετικών πυρηνικών κεφαλών και πυρηνικού υλικού εν γένει μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ- σε συνδυασμό με την άνοδο της τρομοκρατικής απειλής: Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μια πυρηνική κεφαλή στα χέρια τρομοκρατών αποτελεί τον «απόλυτο εφιάλτη» των υπηρεσιών ασφαλείας ανά τον κόσμο.

Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τις αρχές του: Με το πρωτοφανές τρομοκρατικό μόρφωμα του ISIS να προκαλεί «σεισμούς» εντός και εκτός Μέσης Ανατολής (με πιθανές φιλοδοξίες πυρηνικού/ βιολογικού/ χημικού χαρακτήρα), την ολοένα και αυξανόμενη διαφαινόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στον Ειρηνικό, τη δυναμική «επανεμφάνιση» της Ρωσίας του Βλάντιμιρ Πούτιν (και την ψύχρανση των σχέσεων με τη Δύση μετά την κρίση στην Ουκρανία), αλλά και την πυρηνική τραγωδία της Φουκουσίμα, το «φάντασμα» της πυρηνικής απειλής δείχνει, αν όχι να έχει «ξαναξυπνήσει», ικανό να το κάνει.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη είναι η σημασία της τέταρτης και τελευταίας Nuclear Security Summit που θα λάβει χώρα στις 31 Μαρτίου- 1 Απριλίου 2016, στο Walter E. Convention Center στην Ουάσινγκτον (είχαν προηγηθεί άλλες τρεις, στην Πράγα το 2009, στη Σεούλ το 2012 και στη Χάγη το 2014) . Στο επίκεντρό της βρίσκεται το φλέγον ζήτημα της πυρηνικής τρομοκρατίας, και ειδικότερα η έκταση της απειλής και τα βήματα που πρέπει να γίνουν για τη μείωση της χρήσης υψηλά εμπλουτισμένου ουρανίου, την ασφάλιση επικίνδυνων υλικών, την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου πυρηνικού υλικού και την αποτροπή προσπαθειών προς την κατεύθυνση της πυρηνικής τρομοκρατίας. Οι ΗΠΑ, ειδικότερα, επιδιώκουν μια ενισχυμένη αρχιτεκτονική πυρηνικής ασφαλείας, οποία θα είναι εκτενής, βασισμένη σε διεθνή στάνταρ και έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των διεθνών αποθεμάτων πυρηνικού υλικού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε όπλα. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε για μια ενέργεια πυρηνικής τρομοκρατίας πριν αρχίσουμε να συνεργαζόμαστε για τη συλλογική βελτίωση της κουλτούρας μας στην πυρηνική ασφάλεια» αναφέρει σχετικά η Λόρα Χόλγκεϊτ, ειδική σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ και Senior Director for Weapons of Mass Destruction Terrorism and Threat Reduction στo Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ.




Πυρηνική τρομοκρατία


Την ακριβή έννοια της πυρηνικής τρομοκρατίας εξηγεί ο Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κοσμήτορας της Σχολής ΚΑΕΤ και πρώην πρύτανης, καθώς και κάτοχος της Έδρας ΓΕΕΘΑ στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης».

Πυρηνική τρομοκρατία, όπως επισημαίνει, είναι η με χρήση ή με απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων επίτευξη πληγμάτων ή και άλλων στόχων (πολιτικών, οικονομικών) κατά αντιπάλων. «Τα πυρηνικά είναι, μαζί με τα χημικά, τα βιολογικά και τα ραδιολογικά, όπλα μαζικής καταστροφής, που σημαίνει ότι οι καταστροφικές συνέπειές τους είναι ευρύτατες τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον. Δυστυχώς υπάρχουν οι εικόνες της καταστροφής από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ή από εκατοντάδες πυρηνικές δοκιμές, που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως υπόστρωμα για την πρόκληση μαζικής υστερίας, η οποία θα αποτελέσει το κύριο εργαλείο επίτευξης των στόχων οιουδήποτε πυρηνικού εκβιασμού» τονίζει ο κ. Κουσκουβέλης.

Όσον αφορά στους στόχους της Συνόδου για την πυρηνική ασφάλεια, υπογραμμίζει πως δεν σχετίζονται με τα στρατηγικά όπλα και τους κινδύνους για τα κράτη και την ανθρωπότητα που μπορεί να προκαλέσουν τα υφιστάμενα και υπό τον έλεγχο των κρατών πυρηνικά όπλα, καθώς στόχος είναι να συντονισθούν τα κράτη ώστε να προστατεύσουν αποτελεσματικά το πυρηνικό υλικό, να εξαλείψουν την τυχόν «μαύρη αγορά» και να σταματήσουν το λαθρεμπόριο πυρηνικού υλικού. «Οι Σύνοδοι αυτές και τα μέτρα που συμφωνούνται έρχονται να ενισχύσουν το υφιστάμενο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Συνθήκης μη διάδοσης πυρηνικών όπλων του 1968,1 αλλά και πολιτικές, ιδιαίτερα μετά την διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, που είχαν ως στόχο να μην πέσουν πυρηνικά όπλα ή υλικό στα χέρια άλλων κρατών ή τρομοκρατικών ομάδων. Η συγκεκριμένη πολιτική είναι και στόχος της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΚΕΠΠΑ) και υιοθετήθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992».

Όπως σημειώνει ο κ. Κουσκουβέλης, τόσο η επερχόμενη σύνοδος, όσο και οι προαναφερθείσες συνθήκες και συμφωνίες, στηρίζονται στη λογική πως όσο λιγότερα κράτη διαθέτουν πυρηνικά όπλα, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος. «Η συγκεκριμένη άποψη ασφαλώς έχει δεχθεί κριτική, τόσο από κράτη που εξακοντίζουν την κατηγορία ότι τα πυρηνικά κράτη έχουν και θέλουν να κρατήσουν ένα κλειστό κλαμπ, ώστε να διατηρήσουν την υπεροχή τους έναντι των υπολοίπων, όσο και από ορισμένους επιστήμονες, όπως ο πολύ γνωστός Kenneth Waltz, που υποστήριξε ότι η κατοχή πυρηνικών από περισσότερα κράτη θα δημιουργούσε ένα σταθερότερο κόσμο».




Η ισορροπία πυρηνικών εξοπλισμών στον σημερινό κόσμο

Ωστόσο, πέραν από την απειλή της πυρηνικής τρομοκρατίας, αξίζει να εξετάσει κανείς και τα υπάρχοντα πυρηνικά οπλοστάσια στην κατοχή χωρών: Όπως υποδεικνύουν εκτιμήσεις του SIPRI (Stockholm International Peace Research Institute) για το 2015, οι μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις στον κόσμο είναι προφανώς οι ΗΠΑ και η Ρωσία, με 2.080 και 1.780 πυρηνικές κεφαλές επιχειρησιακά έτοιμες προς χρήση, και 5.180 και 5.720 αποθηκευμένες αντίστοιχα (συνολικά 7.260 και 7.500). Ακολουθούν η Μ. Βρετανία (150 και 65, σύνολο 215), η Γαλλία (290 και 10, σύνολο 300), η Κίνα (260 πυρηνικές κεφαλές), η Ινδία (μεταξύ 90 και 110) και το Πακιστάν (100-120). Στη λίστα συμπεριλαμβάνονται επίσης το Ισραήλ (που, αν και δεν έχει παραδεχθεί ποτέ ανοικτά ότι διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο, το SIPRI εκτιμά ότι διαθέτει 80 πυρηνικές κεφαλές- αν και άλλες αναλύσεις αυξάνουν τον αριθμό αυτό αισθητά), καθώς και η Βόρεια Κορέα (το SIPRI εκτιμά ότι διαθέτει 6 με 8).

    Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στην περίπτωση του Ιράν: Το πυρηνικό του πρόγραμμα αποτέλεσε το βασικό αίτιο μας μακράς αντιπαλότητας της Τεχεράνης με τη Δύση, λόγω των προβληματισμών περί επιδίωξης του Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, κάτι που θεωρείται ότι θα προκαλούσε έντονες αναταράξεις στην περιοχή, οδηγώντας πιθανώς και σε μια πυρηνική κούρσα εξοπλισμών μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η επίτευξη συμφωνίας χαιρετίστηκε ως μια μεγάλη νίκη/ επιτυχία της διπλωματίας (και της αμερικανικής ειδικότερα). Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται προβληματισμοί σχετικά με τις προθέσεις της Τεχεράνης, ειδικά μετά τη δοκιμή πυραύλου των Οκτώβριο, ο οποίος είναι ικανός να φέρει πυρηνική κεφαλή, και θεωρείται ότι είναι κατά παράβαση ψηφίσματος του ΟΗΕ. Η αντίδραση του Λευκού Οίκου ήταν ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων, με το Ιράν να ξεκαθαρίζει ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη συμφωνία.

Όσον αφορά πάντως στο σύνολο των υπαρχόντων πυρηνικών όπλων παγκοσμίως, υπολογίζεται στις 4.300 πυρηνικές κεφαλές έτοιμες για χρήση και 11.545 άλλες/ αποθηκευμένες – συνολικά 15.850.

«Ο αριθμός αυτός φαίνεται και είναι όντως μεγάλος. Ωστόσο, είναι πολύ μικρότερος από τον αριθμός των περίπου 12000 πυρηνικών κεφαλών σε επιχειρησιακή κατάσταση που διέθετε εκάστη των υπερδυνάμεων κατά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1989» σημειώνει ο κ. Κουσκουβέλης, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η αποκαλούμενη «σταθερή» πυρηνική ισορροπία/ πυρηνική αποτροπή (nuclear deterrent) υφίσταται μόνο μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.



«Δηλαδή, ότι, λόγω αριθμού κεφαλών και ποικιλότητας συστημάτων μεταφοράς (πυραύλων και αεροσκαφών), καμία πλευρά δεν έχει κίνητρο να αναλάβει μία επίθεση εναντίον της άλλης, λόγω της βεβαιότητας αμοιβαίας καταστροφής. Αντίθετα, οι υπόλοιπες δυνάμεις μπορεί να έχουν μία αποτρεπτική ικανότητα έναντι των δύο υπερδυνάμεων, ωστόσο, στην περίπτωση του απευκταίου και εντός της περίεργης για τον μέσο πολίτη “λογικής” του πυρηνικού πολέμου, δεν μπορούν να “νικήσουν” καμία από τις δύο».

Όσον αφορά στις συνθήκες που είναι σε ισχύ, η συνθήκη που διέπει τη στρατηγική ισορροπία ΗΠΑ και Ρωσίας είναι η «Νέα» START (New Strategic Arms Reduction Treaty), που υπεγράφη στις 8 Απριλίου 2010 και άρχισε να ισχύει στις 5 Φεβρουαρίου 2011. Οι στόχοι της πρέπει να επιτευχθούν σε επτά χρόνια, δηλαδή μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018 και έχει δεκαετή διάρκεια (μέχρι το 2021), με δυνατότητα ανανέωσης. Σκοπός είναι ο περιορισμός να περιοριστούν οι πυρηνικές κεφαλές σε επιχειρησιακή κατάσταση στις 1550, τοποθετημένες σε 700 στρατηγικά μέσα μεταφοράς (πυραύλους, αεροσκάφη). Τα επίπεδα αυτά είναι κατώτερα κατά 30% των προβλεπομένων από την προηγούμενη Συνθήκη (Strategic Offensive Reductions Treaty – SORT) του 2002.


Όπως σημειώνει ο κ. Κουσκουβέλης, σημαντική για την Ευρώπη είναι και η χωρίς χρονικό περιορισμό Συνθήκη INF (Intermediate Nuclear Forces Treaty) του 1987, η Συνθήκη απαγόρευσης στην Ευρώπη όλων των μικρού, μέσου και ενδιαμέσου βεληνεκούς πυραύλων (από 500 έως 5500 χλμ), γνωστών εκείνη την εποχή και ως «ευρωπυραύλων». «Στη βάση της εν λόγω Συνθήκης καταστράφηκαν περίπου 2700 πύραυλοι των δύο κρατών, απαλλάσσοντας την ευρωπαϊκή ήπειρο από μία κατάσταση ασταθούς πυρηνικής ισορροπίας».




Πόσο πραγματική είναι στα αλήθεια σήμερα η πυρηνική απειλή;

Οι αριθμοί σίγουρα φαντάζουν απειλητικοί, και όσα βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας περί πυρηνικών «φιλοδοξιών» του ISIS δεν είναι ακριβώς καθησυχαστικά. Ωστόσο, ο κ. Κουσκουβέλης συνιστά ψυχραιμία: «Θα έλεγα ότι ο κίνδυνος είναι μικρός, καθώς πλέον η κατάσταση στη Ρωσία και στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες έχει πλέον σταθεροποιηθεί. Ξεκινάω με αυτό, αφού στη δεκαετία του 1990 η προσοχή όλων των Δυτικών κρατών και των υπηρεσιών τους ήταν στραμμένη προς αυτήν την κατεύθυνση. Ούτε εκτιμώ ότι μπορούν να προμηθευτούν κάποιο πυρηνικό από εκείνα τα κράτη που τα διαθέτουν, πολύ απλά διότι δεν συμφέρει αυτά που κατέχουν πυρηνικά να τα αποκτήσει και κάποιος άλλος».

Στην «άλλη πλευρά του λόφου», βεβαίως, ο κίνδυνος ενός πυρηνικού τρομοκρατικού πλήγματος δεν θα έπρεπε να προσπερνάται ελαφρά τη καρδία: «Πάντα υπάρχει πιθανότητα να περιέλθει στα χέρια κάποιας τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης κάποιο πυρηνικό όπλο. Τα πυρηνικά είναι μία κατηγορία όπλων που κανένας δεν μπορεί να μην λειτουργεί με βάση το χειρότερο πιθανό σενάριο, ακόμη και όταν εκτιμάται πως ο κίνδυνος να “ξεφύγει” κάποιο είναι χαμηλός. Η περίπτωση του ISIS/Daesh ασφαλώς προβληματίζει, καθώς οι τζιχαντιστές χρησιμοποιούν μεθόδους που προκαλούν φόβο μαζικά και σε μεγάλη κλίμακα και, εκτιμώ, πως αν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν κάποιο πυρηνικό όπλο, δεν θα δίσταζαν να το πράξουν».



Διαβάστε επίσης:
  •     «Αποτροπή και πυρηνική στρατηγική στον Ψυχρό Πόλεμο», Ηλίας Κουσκουβέλης, Ποιότητα, Αθήνα, 2015
  •     «Διασπορά Όπλων Μαζικής Καταστροφής» (Ηλ. Κουσκουβέλης και Φ. Μπέλλου) στο «Διεθνείς Σχέσεις Σύγχρονη Θεματολογία και Προσεγγίσεις» (Τριανταφύλλου, Υφαντής, Χατζηβασιλείου - επιμέλεια), Παπαζήσης, Αθήνα, 2008
  •     «The Spread of Nuclear Weapons: More May Better» Kenneth Waltz,  Adelphi Number 171, London, International Institute for Strategic Studies, 1981




ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου