Είναι προφανές, για όποιον ερευνά τις διπλωματικές και στρατιωτικές κινήσεις του Μεταξά κατά τα δύο τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου, πως η επίσημη στάση ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον Αξονα και τη Μ. Βρετανία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη για την προετοιμασία της Ελλάδας ενόψει της συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Η βιβλιογραφία έχει αρχίσει ήδη να ξεκαθαρίζει το κρίσιμο αυτό σημείο, κυρίως με βάση τα τεκμήρια που προκύπτουν από το διπλωματικό οργασμό εκείνων των ημερών (1). Ο Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασιστικό καθεστώς Μουσολίνι στην Ιταλία, παρά την απογοήτευσή του από την επιθετικότητα της «φίλης» Ιταλίας, εν τούτοις κινήθηκε με ταχύτητα και μάλλον αποφασιστικά για την πρόσδεση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο συμμαχικό άρμα.
Τρεις απόρρητες εκθέσεις του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου προς τον πρωθυπουργό, τις οποίες παραθέτουμε εν συνεχεία, δείχνουν ακριβώς αυτό: την προσπάθεια δημιουργίας βαλκανικού συμμαχικού μετώπου και την πλήρη αποδοχή της πιθανότητας επίθεσης του Αξονα στα Βαλκάνια.
* Η πρώτη έκθεση, με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1939, αναφέρεται στις συνομιλίες του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου με τον ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο, ο οποίος εξέφρασε τις ανησυχίες της ιταλικής κυβέρνησης για τις φιλοβρετανικές κινήσεις του Μεταξά. Φυσικά ο Παπάγος χειρίστηκε διπλωματικά το ζήτημα, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο.
* Η δεύτερη έκθεση, με ημερομηνία 27 Δεκεμβρίου 1939, αναφέρεται στις συνομιλίες του Παπάγου με τον αρχιστράτηγο των αγγλογαλλικών δυνάμεων στρατηγό Γκέιμελιν (Gamelin) και στη διερεύνηση των συμμαχικών εγγυήσεων έναντι της επερχόμενης επίθεσης. Ο Παπάγος εδώ σχεδόν προεξοφλεί την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, αν και δεν θεωρεί πιθανή την ιταλική επίθεση όσο τη γερμανική και τη βουλγαρική.
* Και η τρίτη, η οποία υποβάλλεται στις 13 Μαρτίου 1940, συνιστά μια τελική έκθεση των στρατιωτικών κινήσεων. Ολα αυτά σχεδόν ένα χρόνο πριν από την ιταλική εισβολή και εν τω μέσω μιας διπλωματικής έξαρσης για την υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου περί μη επιθέσεως.
Περί αυτού ακριβώς του συμφώνου γίνεται εμφανές πως η πολιτική των Αγγλων δεν ενέκρινε μια ευθεία απόρριψη από τον Μεταξά των προτάσεων Μουσολίνι, αλλά ούτε και την πλήρη αποδοχή τους. Η πρώτη θα επιτάχυνε ενδεχομένως την ιταλική επιθετικότητα και θα έθετε τέρμα στην ουδετερότητα, η οποία εκείνη τη στιγμή ευνοούσε την αγγλική διπλωματία, καθώς άφηνε περιθώρια κινήσεων για τους Αγγλους στη Βαλκανική. Και η δεύτερη θα καθιστούσε αμέσως την Ελλάδα δορυφόρο της Ιταλίας. Ο Μεταξάς ελίχθηκε απέναντι στις προτάσεις Μουσολίνι με επιτυχία, δεχόμενος μια κατ' αρχήν συμφωνία (General terms agreement) (2). Διότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο, ενόψει της ιταλικής επιθετικότητας.
1 Ετσι, από την πρώτη έκθεση του Παπάγου προς τον Μεταξά, στις 29 Αυγούστου 1939, διαβάζουμε:
«Με επεσκέφθη σήμερον, κατόπιν αιτήσεώς του, ο άρτι εξ Ιταλίας επανελθών Στρατιωτικός αυτής Ακόλουθος, όστις με ηρώτησεν αν αληθεύη ότι αι μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου ενισχύθησαν εσχάτως δι' ατομικών προσκλήσεων. Απήντησα ότι όντως αληθεύει τούτο και ότι το μέτρον οφείλεται εις το γεγονός ότι κατά τα τελευταία μεγάλα γυμνάσια των Ιταλών εις την Αλβανίαν συνεκεντρώθη το σύνολον σχεδόν του εν Αλβανία ιταλικού στρατού, πλην μιας μεραρχίας, εγγύς των συνόρων μας. Προσέθεσα ότι η ενίσχυσις ημών αύτη ουδένα άλλον έχει σκοπόν ή να καθησυχάσει τους πληθυσμούς τους ανησυχήσαντας εκ των σοβαρών ιταλικών συγκεντρώσεων. Μοι είπε τότε ο ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος ότι η Ιταλία έχει δώση εγγυήσεις ότι θα σεβασθή την ακεραιότητά μας, συνεπώς δεν δύναται αυτός να εξηγήση γιατί ελάβομεν το ανωτέρω μέτρον... Απήντησα εις τον ιταλόν αξιωματικόν ότι λίαν ευχαρίστως δέχομαι την ως άνω διαβεβαίωσιν του Υπουργού του και ότι ημείς οι Ελληνες δεν ζητούμεν άλλο παρά να έχωμεν τας φιλικωτέρας σχέσεις με τους Ιταλούς... Φοβούνται όμως εν Ιταλία ότι η Ελλάς θα παράσχη ναυτικάς βάσεις εις την Αγγλίαν. Τω απήντησα ότι τούτο δεν πρέπει να το φοβήται η Ιταλία, ότι η Ελλάς επιθυμεί να παραμείνει έξω των διενέξεων των Μεγάλων Δυνάμεων και ότι, εν πάση περιπτώσει, αν η Ελλάς έπραττεν όντως τοιούτον τι, συμφωνώ ότι θα ήτο εχθρική πράξις εναντίον της Ιταλίας. Ολα τα μέτρα, επανέλαβον, τα οποία ελάβομεν μέχρι σήμερον είναι αντίμετρα, ούτως ειπείν, τα οποία η Ελληνική Κυβέρνησις έκρινε σκόπιμον να λάβη κατόπιν των τελευταίων στρατιωτικών μέτρων της Ιταλίας εν Αλβανία, καθόσον, καίτοι η πολιτική της είναι να τηρήση την Ελλάδα αμέτοχον των ως άνω διενέξεων, εν τούτοις είναι αποφασισμένη να υπερασπίση δι' όλων των μέσων άτινα διαθέτει την ανεξαρτησίαν της χώρας και την ακεραιότητα αυτής».
Από την απάντηση του στρατηγού Παπάγου προς τον ιταλό ακόλουθο, γίνεται σαφές πως η ελληνική κυβέρνηση εκινείτο, λίγο πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με τρόπο ιδιαίτερα προσεκτικό απέναντι στην Ιταλία και σαφώς παραπλανητικό: ενώ την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε την κυβέρνηση Μουσολίνι πως η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη, ταυτόχρονα, όπως θα φανεί από τις επόμενες εκθέσεις του Παπάγου προς τον Μεταξά, βρισκόνταν σε συνεννοήσεις με τους Αγγλο-γάλλους, για παροχή διευκολύνσεων, αλλά και για κάτι ακόμη πιο ριζικό, την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων.
Ετσι, από την πρώτη αυτή έκθεση του Παπάγου βλέπουμε τη συστηματική προετοιμασία του ελληνικού στρατού, ενόψει μιας πιθανής ιταλικής επίθεσης από την Αλβανία, μια επίθεση που ο Παπάγος προφανώς θεωρούσε πιθανότατη και πάντως δεν είχε καμία πρόθεση να αγνοήσει, πόσω μάλλον που είχε να αντιμετωπίσει έντονες ιταλικές στρατιωτικές κινήσεις στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η Ελλάδα καθιστούσε επιπλέον σαφές προς τους Ιταλούς, πως δεν επρόκειτο να δεχθεί καμία αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας, και επομένως, από την έκθεση αυτή του Παπάγου γινόταν σαφές πως η κυβέρνηση Μεταξά γνώριζε τα επιθετικά ιταλικά σχέδια και είχε προ πολλού αποφασίσει, πολύ πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940, να αρνηθεί τα ιταλικά τελεσίγραφα.
2 Οι επαφές του Παπάγου και του Μεταξά με τους συμμάχους εντάθηκαν, καθώς απ' όλες τις πλευρές έρχονταν πληροφορίες για τις ιταλικές στρατιωτικές προετοιμασίες, που είχαν ως στόχο την Ελλάδα. Από την δεύτερη απόρρητη έκθεση Παπάγου προς τον Μεταξά, στις 27-12-1939, διαβάζουμε:
«...Ο Στρατηγός Gamelin με επεφόρτισε να σας γνωρίσω ότι η κατόπιν των δοθεισών εγγυήσεων Αγγλίας και Γαλλίας βοήθεια προς την Ελλάδα θέλει παρασχεθή πλήρης όση και οπόταν η Ελληνική Κυβέρνησις ήθελε κρίνει ταύτην ως επιβαλλομένην εκ των περιστάσεων... Θα επεθύμει, επαναλαμβάνω, ο στρατηγός Gamelin να έχη τας αντιλήψεις σας σχετικώς με την γενικήν κατάστασιν η οποία θα ηδύνατο να διαμορφωθεί εις τα Βαλκάνια, περί του πώς θέτετε υμείς το ζήτημα της Συμμαχικής προς την Ελλάδα βοηθείας και κατά τινα τρόπον, ουδενός διεγείροντα υποψίας, θα ηδύνατο να προπαρασκευασθή η βοήθεια αύτη ώστε να δύναται να παρασχεθή αμέσως ευθύς ως ήθελε ζητήσει ταύτην η Ελλάς... Απήντησα ως εξής: Νομίζω δεν αποκλείεται να επεκταθή ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια καίτοι επί του παρόντος ουδέν σχετικόν τεκμήριον έχομεν. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αποκλείεται να ευρεθή και η Ελλάς αναμεμειγμένη εις τον εν τη Βαλκανική Χερσονήσω πόλεμον είτε αυτομάτως, αμυνομένη της ανεξαρτησίας της, είτε εκπληρούσα συμμαχικάς της υποχρεώσεις, είτε εάν θα έκρινεν τούτο σκόπιμον η Ελληνική Κυβέρνησις... Πάντως ήδη διαφαίνεται ότι η συνεπεία της ιταλικής ενεργείας επέκτασις του πολέμου εις τα Βαλκάνια φαίνεται πολύ περισσότερον απίθανος από την συνεπεία ρωσικής, ρωσσογερμανικής ή και γερμανικής ενεργείας τοιαύτην, εις ην θα μετείχον πιθανώς και έτερα κράτη, ως η Ουγγαρία, εκούσα-άκουσα, ιδίως δε η Βουλγαρία» (3).
Ο Παπάγος δίνει, μετά ταύτα, έναν κατ' αρχήν κατάλογο απαραίτητων συμμαχικών στρατιωτικών εγγυήσεων, από τον οποίο προκύπτει σαφώς η αποδοχή της ισχυρής πιθανότητας επεκτάσεως του πολέμου προς το βαλκανικό χώρο, συνυπολογίζοντας εν προκειμένω και την ιταλική επίθεση, που μόλις λίγο πριν είχε χαρακτηρίσει μάλλον απίθανη.
«...Πρώτον. Η αποτελεσματική βοήθεια ήτις πρέπει να μας παρασχεθή είναι η... ενίσχυσις δι' οργανωμένων αεροπορικών δυνάμεων και αντιαεροπορικών τοιούτων... Δεύτερον. Παροχή ναυτικής βοηθείας προς εξασφάλισιν τών διά θαλάσσης μεταφορών μας (περίπτωσις ιταλικής εισβολής). Τρίτον. Εξασφαλιζομένης της επιστρατεύσεως και συγκεντρώσεώς του ο ελληνικός στρατός θα παρέξη όλον τον απαιτούμενον χρόνον διά την προς ενίσχυσίν του αποβίβασιν συμμαχικών δυνάμεων...».
Εν συνεχεία ο Παπάγος τοποθετείται στο κρίσιμο διπλωματικό ζήτημα, αυτό που ήδη εν συντομία θέσαμε προηγουμένως. Οτι δηλαδή η ελληνική ουδετερότητα και το σύμφωνο ελληνοϊταλικής φιλίας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια προετοιμασίας εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Η αποκαλυπτική έκθεση του Παπάγου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Διαβάζουμε:
«...Πάντως προκειμένου περί των ζητημάτων μελετών και προπαρασκευής τής εν γένει Συμμαχικής βοηθείας πρέπει να σας καταστήσω γνωστόν ότι η Ελλάς μέχρι της αναμίξεώς της εις τον πόλεμον θα ακολουθεί πολιτικήν ουδετερότητος και επομένως θα ήτο σκόπιμον όπως αι συνεννοήσεις και προπαρασκευαί γίνωσι κατά τρόπον και εις έκτασιν τοιαύτην ώστε να μη εγερθώσιν υπόνοιαι ούτε παρά τοις φίλοις ούτε παρά τοις πιθανοίς εχθροίς της Ελλάδος. Διά τούτο, ως ήρχισαν αύται διά της επαφής τών ενταύθα Ακολούθων Αγγλίας και Γαλλίας μετ' εμού και της σήμερον τοιαύτης μεθ' υμών ως αντιπροσώπου της Συμμαχικής Ανωτάτης Διοικήσεως, είναι ο καλλίτερος τρόπος ο εξασφαλίζων τον προαναφερθέντα σκοπόν. Εξ' άλλου ο από τούδε πληρέστερος εξοπλισμός της Ελλάδος, η οποία αν θα πολεμήση θα πολεμήση εις το πλευρό των συμμάχων, διά παροχής υλικών επί πιστώσει, διά της αποδόσεως των αεροπλάνων της κ.λπ., είναι μία από τας καλλιτέρας βοηθείας εκ μέρους των Συμμάχων καθ' όσον πάσα πίστωσις χρόνου, ήτις εν τω μεταξύ θα παρέχηται, θα χρησιμοποιήται διά την καλλιτέραν οργάνωσιν και καλλιτέραν εν δεδομένη στιγμή χρησιμοποίησιν τούτων».
3 Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, πράγμα που όπως φαίνεται ήταν απολύτως εντός των σχεδιασμών της κυβέρνησης Μεταξά. Κλείνουμε με απόσπασμα από την απόρρητη στρατιωτική αναφορά του Παπάγου προς τον πρωθυπουργό στις 13 Μαρτίου του '40, μια αναφορά που αποδεικνύει την πλήρη ετοιμότητα του ελληνικού στρατού στις κρίσιμες εκείνες για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο ημέρες:
«...Εάν η Ιταλία παραμένη υπόπτως ουδετέρα θα είμεθα υποχρεωμένοι αφ' ενός μεν να αφήσωμεν έναντι της Αλβανίας τας διά την επιτήρησιν των εν ταύτη ιταλικών δυνάμεων αναγκαιούσας δυνάμεις, αφ' ετέρου δε να διαφυλάξωμεν δυνατότητας αποστολής των απαιτουμένων ενισχύσεων, όταν παραστή ανάγκη.
»Εάν η Ιταλία είναι αντίπαλος ημών η κατάληψις της Αλβανίας φαίνεται αναγκαία διότι. α) Η θέσις της Αλβανίας ασκεί απειλήν άμεσον επί των κατά ξηράν συγκοινωνιών μας ου μόνον από αέρος αλλά και δι' επιγείων δυνάμεων. β) Είναι ωφέλιμον να εκκαθαρίσωμεν το ταχύτερον μιαν εχθρικήν εστίαν εν τω εσωτερικώ της Βαλκανικής ήτις θα ηδύνατο συν τη προόδω των επιχειρήσεων να μας δημιουργήση δυσκολίας, να μας απορροφήση δυνάμεις κ.λπ. γ) Απαλλασσόμενοι της Αλβανίας θα επανακτήσωμεν μέγα μέρος των προς ταύτην διατιθεμένων δυνάμεων διά να τας διαθέσωμεν αλλαχού. Οι ανωτέρω λόγοι δικαιολογούσι την κατ' Αλβανίας αποφασιστικήν επέμβασιν επί τοσούτον περισσότερον όταν πρόκειται περί της συνεργασίας της Βουλγαρίας μετά των αντιπάλων μας. Είναι απαραίτητον και ενταύθα όπως, ίνα μη προκαταληφθώμεν υπό του αντιπάλου, αρχίσωμεν εγκαίρως (άμα τη ενάρξει λήψεως μέτρων εν Αλβανία υπό του αντιπάλου) από κοινού την λήψιν μέτρων (επιστράτευσις, συγκέντρωσις, πρόσκλησις Αγγλογάλλων, εκκαθάρισις της Βουλγαρίας) ως ταύτα καθωρίσθησαν εις την παράγραφον 12γ διά την περίπτωσιν αντιμετωπίσεως των από βορρά εισβολέων» (3).
Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου ήταν μια αναγκαία επιλογή μετά τις φιλοβρετανικές κινήσεις του Μεταξά. Ωστόσο δύσκολα θα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς την φιλοβρετανική επιλογή του, εάν προηγουμένως δεν λάβει σοβαρά υπόψη του τη σχέση αυτής της επιλογής με την ανάγκη υπεράσπισης του μεταξικού εθνικιστικού ιδεώδους.
1. Heinz Richter, Η ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Γκοβόστης, Αθήνα 1988, σσ. 17-33.
2. John Koliopoulos, Greece and the British Connection 1935-1941, Oxford Clarendon Press, Λονδίνο 1977, σσ. 114-120.
3. Για τις απόρρητες εκθέσεις του Παπάγου, την έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι και το τηλεγράφημα του ελληνικού προξενείου στην Τεργέστη, βλ. Ιστορικό Αρχείο ΥΠΕΞ, φάκελος Ελληνοϊταλικές σχέσεις.
Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ Ιστορικός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου