«Ο μεγάλος τραγουδιστής», «η γιαγιά» και η «δεσποινίς Κατεχάκη». Η προχειρότητα και τα παρατσούκλια στην υπόθεση Οτσαλάν
Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου του 1999 στα διεθνή μέσα ενημέρωσης «έπαιζαν» βίντεο και φωτογραφίες του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν, με καλυμμένα τα μάτια και δεμένα τα χέρια. Μετά από διπλωματικό και κατασκοπευτικό θρίλερ ο «Άπο» έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι είχαν εξαπολύσει διεθνές ανθρωποκυνηγητό εναντίον του.
Ο χειρισμός της υπόθεσης από την ελληνική κυβέρνηση, το Υπουργείο Εξωτερικών και την ΕΥΠ χαρακτηρίστηκε από πανικό, προχειρότητα και απίστευτους διαλόγους. Ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος αποκαλούνταν στις συνομιλίες «μεγάλος τραγουδιστής», ο πράκτορας Σάββας Καλεντερίδης «δεσποινίς Κατεχάκη», η πρεσβευτική κατοικία «εθνικά χρώματα» και ο Οτσαλάν «γιαγιά»!
Όπως έγραφε στην έκθεσή του ο Έλληνας πρέσβης στο Ναϊρόμπι, Γιώργος Κωστούλας, από την τρίτη ημέρα, οι Αμερικανοί γνώριζαν για τη διαμονή του Οτσαλάν στην Ελληνική πρεσβεία.
Συγχρόνως οι Κενυατικές αρχές τον πίεζαν συνεχώς. Απέδωσε μάλιστα την ευθύνη για την απαγωγή του Οτσαλάν στους Κενυάτες, που έδωσαν ψεύτικες διαβεβαιώσεις για την ασφαλή μεταφορά του. Ο Κούρδος ηγέτης έμεινε στην Ελληνική πρεσβεία, για 14 ημέρες, πριν ξεκινήσει η μεταφορά του στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι, που εξελίχθηκε σε φιάσκο.
Οι πιέσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας προς την Ελλάδα δεν ήταν απλά έντονες. Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε από τον Καλεντερίδη «να πετάξουν έξω από την πρεσβεία» τον Οτσαλάν. Στο παιχνίδι της αρπαγής και της παράδοσής του, στους Τούρκους πράκτορες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι Κενυάτες που ελέγχοταν από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Αυτοί διαβεβαίωσαν ότι διέθεταν αεροπλάνο στον Οτσαλάν για να πετάξει σε όποια χώρα επιθυμούσε. Έβαλαν μάλιστα τελεσίγραφο δύο ωρών για αναχώρηση. Ο Κούρδος ηγέτης, αν και αρχικά αρνήθηκε, τελικά είπε: «αρκετά προβλήματα προκάλεσα σε φίλους, δε θέλω να σας θέσω σε κίνδυνο» και δέχθηκε.
Οι Κενυάτες αρνήθηκαν να μεταφερθεί στο αεροδρόμιο με αυτοκίνητο της πρεσβείας και ανέλαβαν τη μεταφορά του με δικά τους οχήματα. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ και το βιβλίο του Τούρκου δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλί Μπιράντ «Τελευταίο Πραξικόπημα», η CIA παρέδωσε τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν στις Τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. «Περπατούσε προς το αεροσκάφος έχοντας στο ένα χέρι τη βαλίτσα και στο άλλο το κομπολόι, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα.
Είχε την πεποίθηση ότι θα μεταβεί στην Ολλανδία. Μόλις μπήκε μέσα έπεσαν πάνω του τρία άτομα και δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Κατάλαβε τότε, ότι η περιπετειώδης διαδρομή του, που είχε αρχίσει από τη Συρία πριν από τέσσερις μήνες, είχε φτάσει στο τέλος της». Ο Μπιράντ υποστήριζε επίσης ότι για να προσφέρουν αυτή τη βοήθεια οι Αμερικανοί, έθεταν έναν όρο. Να μην συμβεί κανένα «ατύχημα» στον Οτσαλάν, να μην εκτελεστεί και να δικαστεί με δίκαιη δίκη. Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν παραμένει φυλακισμένος στην Τουρκία....
Η Οδύσσεια της περιπλάνησης
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν εγκατέλειψε τη Συρία προς άγνωστη κατεύθυνση, μετά τις πιέσεις που άσκησαν Αμερικανοί και Τούρκοι στη Δαμασκό για να σταματήσει να παρέχει υποστήριξη στο Ρ.Κ.Κ. και τον ηγέτη του. Από εκεί αρχίζει μια περιπλάνηση, η οποία καταλήγει, σχεδόν πέντε μήνες μετά, στη παράδοση και τη "σύλληψή" του από τους Τούρκους.
Στις 9 Οκτωβρίου 1998 αεροσκάφος των Συριακών Αερογραμμών προσγειώνεται στο Ελληνικό προερχόμενο από τη Δαμασκό. Οι επιβάτες του, και κυρίως ο ένας από αυτούς, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν προκαλούν αναστάτωση στην ελληνική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αρνείται κατηγορηματικά να τον δεχτεί. Έτσι, τo αεροσκάφος του ανεφοδιάζεται και αναχωρεί για τη Μόσχα.
Στις 12 Οκτωβρίου 1998 ο ηγέτης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος αναχωρεί από τη Μόσχα για τη Ρώμη, αφού προηγουμένως έχουν γίνει πολλές μυστικές διαπραγματεύσεις με πολλές ευρωπαϊκές χώρες που αρνούνται να τον δεχτούν. Τελικά δεν παραμένει στη Ρώμη, αλλά τα ίχνη του χάνονται για σχεδόν ένα μήνα. Οι ενδείξεις, σύμφωνα με τον τύπο, συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως εξακολουθεί να παραμένει κρυμμένος στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Στις 12 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν προσγειώνεται στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης και συλλαμβάνεται, από την ιταλική Αστυνομία. Αρχικά ανακοινώνεται η σύλληψή του από τον υπουργό Εξωτερικών Λαμπέρτο Ντίνι, ως καταζητούμενου για παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, ενώ την ίδια στιγμή στη Ρώμη και άλλες πόλεις χιλιάδες Κούρδοι διαδηλώνουν υπέρ του ηγέτη τους. Η Τουρκία απειλεί ευθέως πλέον την Ιταλία με διπλωματικό επεισόδιο και ζητά την έκδοσή του, κατηγορώντας τον για θάνατο 30.000 αμάχων.
Τέσσερις μέρες μετά στις 16 Νοεμβρίου ξεσπά διπλωματική κρίση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, ενώ ο πρωθπουργός Μάσσιμο Ντ' Αλέμα εμφανίζεται αρχικά αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις και κάνει σκληρή δήλωση κατά των τουρκικών παρεμβάσεων.
Στις 20 Νοεμβρίου ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που μέχρι τότε βρίσκεται σε κατ' οίκον περιορισμό στη Ρώμη, μπορεί πλέον να κυκλοφορεί ελεύθερος, καθώς οι ιταλικές αρχές απέρριψαν το αίτημα της Τουρκίας για έκδοση, με την αιτιολογία ότι το ιταλικό Σύνταγμα απαγορεύει την έκδοση ατόμων σε χώρα που εφαρμόζει ακόμη τη θανατική ποινή.
Η ένταση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας κορυφώνεται. Στις 22 Νοεμβρίου η τουρκική κυβέρνηση απειλεί ευθέως με μποϊκοτάζ των ιταλικών προϊόντων αν δεν παραδοθεί ο Οτσαλάν στην Τουρκία.
Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Σαντέρ αντιδρά στις τουρκικές δηλώσεις και στις 24 Νοεμβρίου 1998 απειλεί με αντίποινα τους Τούρκους, αν υπάρξει μποϊκοτάζ στα ιταλικά προϊόντα. Η Γερμανία κάνει έκκληση για ενότητα. Τελικά η ένταση εκτονώνεται, ο Οτσαλάν δίνει κάποιες συνεντεύξεις, στις οποίες αφήνει αιχμές για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Από εκεί και έπειτα τις κινήσεις του Κούρδου πολιτικού καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ή αν παραμένει στην Ιταλία, ως τις 15 Ιανουαρίου, ημέρα που αναχωρεί αιφνιδιαστικά από την ιταλική πρωτεύουσα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ακούγονται πολλά για την επίσκεψη του στη Ρωσία, την Εσθονία, την Αρμενία και αλλού.
Στις 29 Ιανουαρίου ο απόστρατος πλοίαρχος Π.Ν. Αντώνης Ναξάκης, σύμφωνα με δική του ομολογία, αναλαμβάνει από μόνος του, χωρίς να έχει καμμία έγκριση, την πρωτοβουλία να μεταφέρει τον Οτσαλάν και τους συντρόφους του στην Ελλάδα με ιδιωτικό τζετ αεροσκάφος από το Μινσκ της Λευκορωσίας. Ο Ναξάκης ειδοποιεί τον τότε Έλληνα Υπ-Εξ Θεόδωρο Πάγκαλο κατόπιν εορτής ( δηλαδή μετά την παράνομη άφιξη του Οτσαλάν στη χώρα) και στη συνέχεια κρύβει τον Οτσαλάν στο σπίτι του, αφού προηγουμένως φιλοξενείται για ένα βράδυ στο σπίτι της Βούλας Δαμιανάκου στη Νέα Μάκρη.
Στις 31 Ιανουαρίου μια νέα οδύσσεια ξεκινά για τον Κούρδο ηγέτη. To αεροπλάνο που τον μεταφέρει περιφέρεται και πάλι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζητώντας άδεια προσγείωσης από διάφορες χώρες, την οποία δεν παίρνει. Η Ολλανδία τον διώχνει, το ίδιο και η Ελβετία. Από το Μινσκ ξαναγυρίζει στην Ελλάδα για να οδηγηθεί τελικά στην Κένυα.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν βρίσκεται στην Κένυα και κρύβεται στην κατοικία του Έλληνα πρέσβη μαζί με τους συντρόφους του. Τον συνοδεύει και ο Έλληνας ταγματάρχης της Ε.Υ.Π. Σάββας Καλεντερίδης ως σωματοφύλακάς του. Την ίδια μέρα η κυβέρνηση της Άγκυρας καλεί τους πρεσβευτές της Σερβίας, της Νορβηγίας και του Βελγίου και τους ζητά να μη δεχτούν τον Οτσαλάν, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή είναι άγνωστο πού βρίσκεται. Στις 13 Φεβρουαρίου στην Κένυα φτάνει ο Έλληνας δικηγόρος του Οτσαλάν Φ. Κρανιδιώτης, ο οποίος συζητά με τον Κούρδο ηγέτη και τον Έλληνα πρέσβη και επιστρέφει στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Οτσαλάν σκέφτεται να παραδοθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκουν τον κούρδο ηγέτη να μεταφέρεται με χειροπέδες στην Τουρκία με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Όλα όσα έγιναν και αφορούν στη σύλληψή του παραμένουν άγνωστα. Η Άγκυρα πανηγυρίζει και στα Μ.Μ.Ε. κυκλοφορούν βίντεο της μεταφοράς του. Ο Καλεντερίδης είναι το πρόσωπο που δέχεται την πιο σοβαρή κριτική, κυρίως για τους αδέξιους επιχειρησιακούς του χειρισμούς.
Από τη σύλληψή του και εντεύθεν ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν είναι ο μοναδικός κρατούμενος στη νησίδα Ιμραλί στη Θάλασσα του Μαρμαρά, σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Στο νησί παραμένει μονάδα στρατιωτικού προσωπικού -1000 άτομα- για τη φύλαξή του. Το αποτέλεσμα της δίκης ήταν καταδίκη σε θάνατο, αλλά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, οπότε η θανατική ποινή απαγορεύτηκε στην Τουρκία τον Αύγουστο του 2002.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου