Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Θεωρίες συνωμοσίας


της Σώτης Τριανταφύλλου


Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και γενικευμένης κρίσης ενισχύονται τα πολιτικά άκρα, η θρησκεία και οι θεωρίες συνωμοσίας. Ίσως εμείς οι Έλληνες να έχουμε σταθερή κλίση και στα τρία – τον τελευταίο καιρό επαναλαμβάνονται περισσότερο από ποτέ παλιές ιδέες, παλιές υποψίες και ψίθυροι: «υπάρχει διεθνές σχέδιο καταστροφής της Ελλάδας», «το κέντρο της Αθήνας υποβαθμίζεται για να το εκμεταλλευτούν οι εργολάβοι», «ο Παπανδρέου είναι πράκτορας»…

Η ιστορία, όπως έρχεται σ’ εμάς από τις μελέτες των ιστορικών κι από τα ντοκουμέντα, είναι πράγματι φτιαγμένη από συνωμοσίες. Έτσι, το να αποκλείουμε εξαρχής τα ενδεχόμενα της συνωμοσίας αποτελεί μιαν ακόμη προκατάληψη: «τρελά» πράγματα συμβαίνουν διαρκώς· η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για  απίστευτες παλαβομάρες.

Όπως λέμε συχνά: «η φαντασία ξεπερνάει την πραγματικότητα». Το σφάλμα της λογικής δεν είναι η θεωρία της συνωμοσίας αυτή καθεαυτή αλλά η άρνηση του υποκειμένου να εξετάσει οποιεσδήποτε αποδείξεις για το αντίθετο. Για παράδειγμα, αν συζητήσει κανείς με κάποιον που φρονεί ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ήταν έργο του Πενταγώνου, θα διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε αντεπιχείρημα χρησιμοποιείται για να ενισχυθεί η αρχική θεωρία. Αυτή η έλλειψη επικοινωνίας μού φέρνει στο μυαλό την ιστορία με τον Μπέρτραντ Ράσελ: μετά από ομιλία του, τον πλησιάζει μια γηραιά κυρία και του λέει: «Είπατε ένα σωρό ωραία πράγματα για το σύμπαν αλλά σας διέφυγε η ουσία: ότι όλα όσα βλέπουμε βρίσκονται στην πλάτη μιας γιγάντιας χελώνας». «Και πού βρίσκεται η χελώνα;» ρωτάει ο Ράσελ. «Ακουμπάει σε μια μεγαλύτερη χελώνα» συνεχίζει η κυρία.


 «Το σύμπαν είναι γεμάτο χελώνες από πάνω μέχρι κάτω!»

Οι θεωρίες συνωμοσίας λειτουργούν συχνά στο ίδιο μοντέλο: αν ο πρώτος ισχυρισμός δεν βγάζει νόημα, δεν πειράζει – αρκεί να εκφραστεί ένας άλλος που να μοιάζει στον πρώτο, άσχετα αν πρόκειται για κάτι απίθανο ή παράλογο που αντιβαίνει στους νόμους της φυσικής.

Συνωμοσίες εκτυλίσσονται κάθε μέρα: πελατειακές σχέσεις, φαβοριτισμός, μυστικές συμφωνίες («ξύσε μου την πλάτη να σου ξύσω τη δική σου»)… Όσο για το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, εκτός από τις θεωρίες συνωμοσίας, υπάρχει και ο «πραγματικός κόσμος» στον οποίον ο Ρούντολφ Τζουλιάνι έστειλε στα χαλάσματα πολύ περισσότερους πυροσβέστες απ’ όσους μπορούσαν να επιζήσουν με αποτέλεσμα περισσότερα θύματα. Οι συνωμοσιολόγοι όμως δεν ενδιαφέρονται για τον «πραγματικό κόσμο»: επιμένουν ότι ο Τζορτζ Μπους, ο Ντικ Τσένι κι όλοι αυτοί είναι δαίμονες· έχουν αναγάγει τον συντηρητικό, φανατικό χριστιανό πολιτικό σε υπερφυσικό ον, σε εκπρόσωπο του Κακού. Θα έλεγα, με κάθε επιφύλαξη, ότι, αντιθέτως, οι δυνατότητες των Μπους και Τσένι –πνευματικές και άλλες– δεν ξεπερνούν τον μέσο όρο. Συχνά λοιπόν οι πολιτικοί που θεωρούνται συνωμότες δεν είναι ικανοί για συνωμοσία: η συνωμοσία απαιτεί κάποιο επίπεδο ευφυΐας και οργανωτικότητας.

Έτσι κι αλλιώς, οι συνωμοσίες που φτιάχνουν την ανθρώπινη ιστορία δεν είναι σκοτεινές διαδικασίες με αστυνομική πλοκή: είναι συμπαιγνίες που εκτυλίσσονται σε μεγάλες επιχειρήσεις, σε συναντήσεις κορυφής, σε τόπους όπου συναντώνται οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Οι συνωμοσίες αυτές δεν έχουν χαρακτήρα «συνωμοσίας» όπως τη φαντάζεται ο απλός συνωμοσιολόγος – είναι αποφάσεις, σχεδιασμοί, στρατηγικές, τακτικές που διατηρούνται μακριά από τη δημοσιότητα ώστε να αποφευχθεί η αντίδραση των πολιτικών αντιπάλων ή του κοινού. Αλλά τίποτα κρυφό δεν μένει κάτω από τον ήλιο: απλώς, με το πέρασμα του χρόνου η ιστορία γίνεται μια σειρά από νεφελώματα.

Μιλώντας με έναν Ισπανό φίλο πέφτω πάνω σε τοίχο: πιστεύει βαθιά ότι η τρομοκρατική επίθεση του 2004 στη Μαδρίτη (κάτι ανάλογο με την 11η Σεπτεμβρίου) οφείλεται στην Καθολική Εκκλησία. «Μα», διαμαρτύρομαι, «από πού κι ως πού; Αφού φαινόταν συνδυασμός Βάσκων και Αλ Κάιντα…» Η λογική της συνωμοσίας είναι η εξής: Ποιος ωφελείται από το γεγονός; Αυτός που ωφελείται είναι ο δράστης… Η Καθολική Εκκλησία εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της την τρομοκρατική επίθεση, άρα «βρίσκεται από πίσω».

Αυτό το «βρίσκεται από πίσω» εκφράζει τον μυστικισμό που προσδίδει όχι μόνον στην πολιτική αλλά και στη γενική πορεία των πραγμάτων ο απλός άνθρωπος: «τίποτα και κανείς δεν είναι όπως φαίνεται». Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί δεξιοί λαϊκιστές πιστεύουν ότι ο Ομπάμα είναι κρυπτο-ισλαμιστής και κρυπτο-σοσιαλιστής: «Μα», διαμαρτύρομαι πάλι, «τι μας νοιάζει αν είναι “κρυπτο-κάτι” εφόσον δεν το εκφράζει και δεν επηρεάζει με αυτό το “κάτι” την κοινωνική κατάσταση;». Η απάντηση των συνωμοσιολόγων υπερβαίνει τη λογική: «Υπάρχει σχέδιο εξολόθρευσης της μεσαίας τάξης» (ποιανού; γιατί;), «Υπάρχει αντισημιτικό σχέδιο: επιστροφή στη ναζιστική τάξη πραγμάτων», «Υπάρχει σχέδιο…». Μα, ποιος τα σκαρώνει όλα αυτά τα εν εξελίξει σχέδια; Και γιατί;

Απάντηση δεν παίρνω. Εκτός αν, όπως υπαινίχθηκα, θεωρήσουμε συνωμοτική τη διεθνή πολιτική, την περίπλοκη, την αντιφατική πορεία της ιστορίας – αν θεωρήσουμε συνωμοτικό τον συσχετισμό δυνάμεων και τις πολλαπλές εύθραυστες ισορροπίες. Η ψυχολογική βάση της συνωμοσιολογίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η ανημπόρια –ο πολίτης χρησιμοποιείται σαν πιόνι· τα πράγματα συμβαίνουν ερήμη του· ποτέ δεν θα μάθει την «αλήθεια»– και στη χειρότερη η παράνοια: όλοι μάς επιβουλεύονται, δεν υπάρχει διαφυγή.

Το πρόβλημα είναι ότι οι συνωμοσιολογικές θεωρίες αντικαθιστούν την ιστορική ανάλυση: εξηγούν τον κόσμο με απλό τρόπο διακρίνοντας τις δυνάμεις του φωτός από τις δυνάμεις του σκότους και αποδίδοντας το Κακό σε μία και μοναδική πηγή –π.χ. στις ΗΠΑ (ειδικά στη CIA και στο FBI που είναι, από τη φύση τους, συνωμοτικές οργανώσεις), στο Ισλάμ, στους μασόνους, στο «διεθνές κεφάλαιο» ή στους Εβραίους– η οποία πηγή του Κακού διαρκώς ενισχύεται και επικρατεί. Το πράγμα παίρνει γκροτέσκες διαστάσεις καθώς το τυχαίο αποκλείεται, ενώ οι λεπτομέρειες των γεγονότων μεγεθύνονται δυσανάλογα της σημασίας τους. Οι συνωμοσιολόγοι εμφανίζονται σαν να γνωρίζουν κάτι που εμείς, ο αμαθής όχλος, αγνοούμε. Ο «εχθρός» απεικονίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε, στην πραγματικότητα, αντανακλά τον συνωμοσιολόγο: η Κου Κλουξ Κλαν, που πίστευε σε διεθνή συνωμοσία της Καθολικής Εκκλησίας, άρχισε να τη μιμείται σε δομές και τελετουργίες, ενώ οι φανατικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις εμπλέκονταν σε ιδεολογικές σταυροφορίες παρόμοιες με τις κομμουνιστικές.

Η αφθονία των πληροφοριών επιβαρύνει τη συλλογική νοσηρότητα (παράνοια, παρειδωλία, σύνδρομο «ο κόσμος είναι κακός»): ο κιτρινισμός των μέσων ενημέρωσης βασίζεται και τροφοδοτεί αυτή την εξήγηση του κόσμου κατά την οποία αυτός που παίρνει τον λόγο είναι είτε άμοιρος ευθύνης, είτε αθώο θύμα με κρίσεις ηθικού πανικού. Όσο πιο απομονωμένες είναι οι κοινότητες, όσο λιγότερο ισχυρές και σεβαστές, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες καταφυγής στις θεωρίες συνωμοσίας: για παράδειγμα, κάτοικοι μικρών χωριών «βλέπουν» εξωγήινους ή εξηγούν φυσικά φαινόμενα με γλαφυρές μυθολογίες.


Η μαρξιστική κριτική θεωρία, έτσι όπως διαδόθηκε στον ακαδημαϊκό κόσμο από το 1970, καταλήγει θεωρία συνωμοσίας διαψεύδοντας τον ίδιο τον επιστημονικό της ισχυρισμό: τίποτα δεν είναι ωραίο σ’ αυτόν τον κόσμο που υποφέρει κάτω από την τρομακτική κυριαρχία του κεφαλαίου. Τελειώνω με κάτι που γράφει ο Καρλ Πόπερ: «Συνωμοσίες συμβαίνουν· αποτελούν μάλιστα  συνηθισμένα κοινωνικά φαινόμενα. Όμως, λιγοστές καταλήγουν σε επιτυχία: τελικά, λίγοι συνωμότες είναι επιτυχημένοι συνωμότες».



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου