Ο κόσμος οδεύει αργά αλλά σταθερά προς μια από-παγκοσμιοποίηση. Η γενναιοδωρία απέναντι στους εμπορικούς εταίρους μιας χώρας είναι εύκολη υπόθεση όταν η οικονομία της αναπτύσσεται, και υπάρχει απασχόληση. Όταν όμως κυριαρχεί η οικονομική στασιμότητα, και η ανεργία απειλεί με κοινωνικές εντάσεις, τότε η ανοχή αυτή φθίνει.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ, αλλά και στη Κίνα. Η Αμερική βρίσκεται εν μέσω μιας προεκλογικής περιόδου, και όλοι οι υποψήφιοι διαγκωνίζονται για το ποιος θα «επιτεθεί» περισσότερο στο Πεκίνο. Όλοι είναι έτοιμοι να ρίξουν το φταίξιμο για τα οικονομικά δεινά της χώρας στους Κινέζους.
Ο Ομπάμα άφησε να εννοηθεί ότι θα τηρήσει σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα, ειδικά όσον αφορά στην χειραγώγηση του νομίσματός της, στους ελέγχους της εξαγωγής των σπάνιων μετάλλων, στην κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, κλπ. Σε αυτή τη σκληρή στάση, οι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι συμφωνούν και επαυξάνουν.
Εν τω μεταξύ, αλλάζει η κομματική ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος της Κίνας, με τους νέους υπεύθυνους, να θέλουν να δείξουν ότι δεν πρόκειται να υποκύψουν στις αμερικανικές πιέσεις, κάτι ανάλογο δηλαδή με τους Αμερικανούς υποψήφιους για την προεδρία, που όλοι ανεξαιρέτως θέλουν να δείξουν ένα σκληρό πρόσωπο απέναντι στην Κίνα.
Ο παραγωγικός τομέας της Κίνας δεν τα πάει και πολύ καλά. Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται το τελευταίο διάστημα, και έχουν αυξηθεί οι απολύσεις. Και επειδή τα εισοδήματα αυξάνονται αλματωδώς, η κινεζική ανταγωνιστικότητα πλήττεται ανεπανόρθωτα. Μάλιστα, η Κίνα έφτασε σε σημείο όπου το εξαγωγικό της μοντέλο απειλείται, και χρειάζονται άμεσες μεταρρυθμίσεις.
Τελευταία, η Κίνα έβαλε εμπόδια στην εισαγωγή αμερικανικών προϊόντων (π.χ. αυτοκίνητα), ως αντίποινα στην αμερικανική δασμολόγηση των φτηνών κινεζικών προϊόντων (π.χ. ελαστικά αυτοκινήτων). Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Robert Zoellick προειδοποίησε πως όταν ξεκινά ένας εμπορικός πόλεμος, τα αποτελέσματα είναι απρόβλεπτα.
Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι, οι οποίοι αποδεικνύουν ότι η εν λόγω κόντρα μπορεί να κρατήσει πολύ, και μάλιστα να διαδοθεί περαιτέρω. Το ανεπίσημο κινεζικό λόμπυ της Ουάσιγκτον, παραδοσιακά πιέζει τους πολιτικούς να μην εμπλακούν σε εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο. Σήμερα όμως, απηυδισμένο από τα εμπόδια που βάζει η Κίνα στις εισαγωγές αμερικανικών αγαθών, αλλά και με την ευρεία κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχει φτάσει σε απίστευτο βαθμό, τηρεί στάση σιγής.
Έτσι, έχει εκλείψει ένας βασικός λόγος πίεσης που περιόριζε ως τώρα τις αμερικανικές αντιδράσεις.
Παράλληλα, η κινεζική συμπεριφορά άρχισε να ενοχλεί και χώρες πέραν των ΗΠΑ. Η Γερμανία είναι ιδιαίτερα ανήσυχη, ειδικά μετά την προτροπή της κινεζικής κυβέρνησης προς τους αξιωματούχους της χώρας να μην αγοράζουν ξένα (κυρίως γερμανικά) αυτοκίνητα, αλλά κινεζικά. Αυτό αναστάτωσε την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία πουλάει μεγάλες ποσότητες οχημάτων στη Κίνα. Για παράδειγμα, η Volkswagen πουλάει περίπου 6.5 εκατ. αυτοκίνητα (κυρίως Audi) κάθε χρόνο στη Κίνα.
Η Γερμανία είναι επίσης θυμωμένη εξαιτίας της ετήσιας επιδότησης με $30 δισ που η κινεζική κυβέρνηση προσφέρει στους ντόπιους κατασκευαστές ηλιακών panels, κάτι που πλήττει τις γερμανικές εταιρίες, που μέχρι σήμερα είναι οι παγκόσμιοι ηγέτες στη συγκεκριμένη βιομηχανία (φωτοβολταϊκών).
Στους δυσαρεστημένους, θα πρέπει να προστεθεί και η Βραζιλία, η οποία αποδίδει τις αδυναμίες του κατασκευαστικού της τομέα, στις φτηνές κινεζικές εισαγωγές. Μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών απείλησε με μέτρα, για να καταπολεμηθεί η διαρκής υποτίμηση των νομισμάτων άλλων χωρών, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Ανακοινώθηκε μάλιστα αύξηση στους φόρους επί των εισαγόμενων αυτοκινήτων, ενώ θα επιδιωχθεί μια επιθετική πολιτική στρατηγική που θα τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς, και της εσωτερικής παραγωγής.
Κάτι ανάλογο σκέφτεται και η ΕΕ. Επιπλέον, η Βραζιλία πρόκειται να επαναφέρει τους συναλλαγματικούς ελέγχους, ώστε να αποτραπεί η αύξηση της αξίας του νομίσματός της. Όπως λένε οι Βραζιλιάνοι αρμόδιοι, δεν πρόκειται για μέτρα προστατευτισμού, αλλά για «αμυντικά μέτρα».
Ένα άλλο αναπτυσσόμενο κράτος που τα έχει βάλει με την παγκοσμιοποίηση είναι και η Ινδία. Όπως ανακοίνωσε ο Ινδός υπουργός Οικονομικών, η χώρα του δεν αποτελεί φορολογικό παράδεισο, και μάλιστα πρότεινε νέους φόρους επί των πολυεθνικών, στον νέο προϋπολογισμό, με αναδρομική μάλιστα ισχύ. Μια από τις μεγάλες ξένες εταιρίες που κινδυνεύουν με βαριά φορολόγηση (ύψους $2.2 δισ) είναι η Vodaphone, που έχει αγοράσει τις ασύρματες επικοινωνίες της Ινδίας. Πάντως, ο υπουργός κ. Mukherjee, αρνείται ότι αυτά τα νέα μέτρα θα αποθαρρύνουν τις ξένες επενδύσεις.
Τέλος, υπάρχει το μεγάλο ζήτημα της τεχνητά περιορισμένης εξαγωγής κινεζικών μεταλλευμάτων, που είναι απαραίτητα για την κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι τα υβριδικά οχήματα, οι πύραυλοι, και τα iPads. Ήδη, η ΕΕ και η Ιαπωνία έχουν διαμαρτυρηθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Κίνα ισχυρίζεται ότι οι περιορισμοί που επέβαλλε στις εξαγωγές έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, και δεν αποσκοπούν σε εμπορικούς αποκλεισμούς.
Όλα αυτά κατατείνουν προς ένα νέο καθεστώς περιορισμού του παγκόσμιου εμπορίου, και απομάκρυνσης από τις αρχές της παγκοσμιοποίησης. Το αν θα συνεχιστεί, είναι δύσκολο να το προβλέψουμε. Αυτό όμως που είναι καταφανές, είναι ότι οι υπερασπιστές της ελεύθερης εμπορικής διακίνησης , και της παγκοσμιοποίησης, είναι πλέον σε υποχώρηση.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου