Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας


Θα ήταν σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στην πορεία του πολύπαθου ελληνισμού που διαβιούσε - και ένα μέρος του εξακολουθεί να βρίσκεται έως και σήμερα - στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας.

Ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του πληθυσμού εγκαταστάθηκε στη μητροπολιτική Ελλάδα στη δεκαετία του '90 αποτελώντας το έβδομο ρεύμα εγκατάστασης Ποντίων από τη ΕΣΣΔ στον 20ο αιώνα. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι το πρώτο κύμα έρχεται μετά το 1918 - κυρίως μετά την αντιμπολσεβίκικη επέμβαση των ελλαδικών στρατιωτικών τμημάτων του Βενιζέλου και αποτελείται κυρίως από αστικό πληθυσμό. Το 1921-23 έρχεται στην Ελλάδα μέρος προσφύγων από τον Πόντο και από τον Καύκασο που είχαν καταφύγει στη Ρωσία. Το μεγάλο κύμα ωστόσο καταφτάνει το 1939 και αποτελείται κυρίως από οικογένειες που καταπιέστηκαν έντονα στις διώξεις του '37-'38 και προέρχεται κυρίως από τη Νότια Ρωσία. Το 1957 έρχεται μικρός αριθμός προσφύγων - περίπου 100 οικογένειες - από την κεντρική Ασία, εκτοπισθέντες κατά τη Σταλινική περίοδο. Από την κεντρική Ασία επίσης έρχεται και το επόμενο σαφώς μεγαλύτερο ρεύμα στα 1965. Το 1974 αρχίζει εκ νέου η έλευση προσφύγων που είχε διακοπεί με τη δικτατορία, για να φτάσουμε στα 1988, οπότε και αρχίζει η εισροή νεοπροσφύγων που φτάνει έως τις μέρες μας. Θα ήταν όμως σκόπιμο να δούμε αναλυτικότερα ορισμένα στοιχεία σε ό,τι αφορά στην πολυτάραχη ιστορία του ποντιακού ελληνισμού της Ρωσίας, ξεκινώντας ήδη από την περίοδο πριν από την εκδήλωση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ακμαίος ελληνικός πληθυσμός διαβιεί στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ρωσίας στην παρευξείνια ζώνη αλλά και στα ενδότερα της χώρας.


Οι ιδέες για ελευθερία, αυτονόμηση, ανεξαρτησία ωριμάζουν κυρίως μετά την επικράτηση της επανάστασης κατά του Τσαρισμού. Ήδη έχει συνέλθει στην Τυφλίδα η « Εθνική Συνέλευση» των Ελλήνων του Αντικαυκάσου στις 5 Μαίου του 1917, οπότε και συγκροτείται ελληνικό στρατιωτικο σώμα. Παράλληλα ιδρύεται ελληνικό γυμνάσιο στην Τυφλίδα και σε πολλά χωριά -με δαπάνη των κατοίκων - λειτουργούν ημιγυμνάσια. Την ίδια περίοδο ο «Σύνδεσμος Ελλήνων της Ρωσίας» σχηματίζει στο Ροστώβ το Κεντρικό Συμβούλιο των Ελλήνων, το οποίο και βρίσκει μεγάλη απήχηση στον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας· το κεντρικό συμβούλιο είναι αυτό που θα επωμιστεί όλο το βάρος της περίθαλψης των Ελλήνων από τον Πόντο που καταφτάνουν κυνηγημένοι, συγκεντρώνοντας για το σκοπό αυτό μεγάλα ποσά από τους εράνους που διενεργεί. Σημαντικά ποσά στέλνει και στην Τραπεζούντα που αντιμετωπίζεται ως πρωτεύουσα του Ελληνισμού.

Και ενώ μαίνονται οι διώξεις των Ελλήνων από τους τσέτες του Κεμάλ, στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου - πολλοί εκ των οποίων βρίσκουν  καταφύγιο στις πάλαι ποτέ παροικίες της Νότιας κυρίως Ρωσίας - οι πολιτικές αναταραχές που κλυδωνίζουν το ξανθό έθνος, έχουν άμεσο αντίκτυπο στον ελληνισμό. Με την κατάκτηση της εξουσίας από τα σοβιέτ το Νοέμβριο του '17, η ηγεσία των μπολσεβίκων ακολουθεί φιλοτουρκική πολιτική προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις ισλαμικές μάζες της ρωσικής αυτοκρατορίας. Μια από τις πρώτες διακηρύξεις της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής που φέρει τις υπογραφές του Λένιν και του Στάλιν διατρανώνει ότι «Η Κωνσταντινούπολη πρέπει να μείνει στα χέρια των Οθωμανών». Το κλίμα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο μετά την ταπεινωτική - για τους Ρώσους - συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ, με την οποία οι Σοβιετικοί αποχωρούν από το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με την οποία, η Τουρκία παίρνει τα εδάφη του Κάρς, του Αρνταχάν και του Βατούμ. Ο Ρωσικός στρατός υποχρεώνεται να αποχωρίσει από τα εδάφη του ανατολικού Πόντου που είχε καταλάβει· η «προσωρινή κυβέρνηση της Τραπεζούντας»  με την αποχώρηση των ρώσων βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση όσον αφορά στην υπεράσπιση του ελληνικού πληθυσμού. Οι νέοι της Τραπεζούντας οπλίζονται με τα όπλα που τους παραχωρεί το σοβιέτ της πόλης. Ο χειρισμός των όπλων διδάσκεται από τους Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες του ρωσικού στρατού. Η βασική προσπάθεια της « προσωρινής Ελληνικής Κυβένησης» είναι να πείσει τους Έλληνες του Πόντου να μην εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ακολουθώντας το ρωσικό στρατό.

Με την παρέμβαση του μητροπολίτη Χρύσανθου - ο οποίος φοβούμενος την αιματοχυσία που θα προκαλούνταν με την είσοδο των Τούρκων, έρχεται σε επαφή με τον τούρκο διοικητή Βεχήπ πασά - γίνεται συμφωνία για αναίμακτη παράδοση της Τραπεζούντας. Οι ένοπλοι που φρουρούν την πόλη παίρνουν διαταγή να κατεβούν από τα γύρω υψώματα και να παραδώσουν τον οπλισμό τους. 150.000 Έλληνες εγκαταλείπουν τον Πόντο και τον Καύκασο φοβούμενοι τις σφαγές των Τούρκων. Οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου που καταφεύγουν στη Ρώσια, στην Κριμαία, στην Γεωργία κ.α. υπολογίζονται από 80.000 έως 100.000.

Η προσφυγοποίηση των δεκάδων χιλιάδων Ποντίων ενεργοποιεί τις ελληνικές κοινότητες Ρωσίας, οι οποίες με θαυμαστό αίσθημα αλληλεγγύης αναλαμβάνουν το βάρος της συνδρομής και της περίθαλψης των προσφύγων. Η κοινότητα του Βατούμ περιθάλπτει 35.000 πρόσφυγες στην πόλη και στα γύρω χωριά. Όμοια και το Σοχούμ, 15.000 πρόσφυγες. Το ίδιο γίνεται και με τις άλλες κοινότητες Τουαψέ, Νοβορωσίσκ, Κουμπάν, Κερτς, Βλαδικαυκάς, Αικατερινοντάρ, Μαϋκώπ, Βακού κ.τ.λ. Παντού ιδρύονται επιτροπές για την περίθαλψη των προσφύγων.

Με την ήττα της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918, αναζωπυρώνονται οι ελπίδες των Ελλήνων της Ρωσίας για λύση του ελληνικού προβλήματος στη Μαύρη θάλασσα. Η ρεαλιστική προοπτική για δημιουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου και οι αυξημένες πιθανότητες για την απόκτηση δικαιωμάτων αυτονομίας στα εδάφη της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας κινητοποιούν για μια ακόμη φορά  τον ελληνισμό της περιοχής. Στη μεγάλη διάσκεψη των ποντιακών οργανώσεων στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1918 αποφασίζεται η οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου και της Νότιας Ρωσίας και αποστέλλεται υπόμνημα στις συμμαχικές κυβερνήσεις με το οποίο ζητιέται η ανεξαρτησία του Πόντου για τους Έλληνες Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις στη συνδιάσκεψη ειρήνης, ζητά την ίδρυση του « Αυτόνομου Ελληνικού Κράτους του Πόντου» · τελικά θα προκριθεί η λύση της Ποντιαρμενικής Ομοσπονδίας και υπογράφεται και σχετική συμφωνία (Μητρ. Χρύσανθος - Αλ Χατισιάν).

Ενώ λοιπόν φιλόδοξα σχέδια οργανώνονται από τους Έλληνες στον Πόντο, οι συμμαχικές κυβερνήσεις, αποφασίζουν την αποστολή στρατού στην επαναστατημένη Ρωσία για την καταστολή της επανάστασης που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Ελλάδα πιεζόμενη από την Αντάντ, χωρίς να αναλογιστεί το κόστος αυτής της ενέργειας για τις πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας συμμετέχει στην Ουκρανική εκστρατεία. Η εκστρατεία αυτή θα έχει βαρύτατες συνέπειες για τους Έλληνες της περιοχής. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα επισημαίνει ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ε. Παυλίδης, στο υπόμνημα του προς το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών: « Η εις Ουκρανία ελληνική εκστρατεία, αναντιρρήτως συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν τούτων, διότι προηγουμένως οι Έλληνες απελάμβανον παρά τη σοβιετική κυβέρνηση επιεικίας και σχεδόν προνομιακής μεταχείρισεως μεταξύ των λοιπών ξένων υπηκόων.»  Από τη μια η ουκρανική εκστρατεία και τα παρεπόμενα της και απ' την άλλη η αρνητική στάση του Βενιζέλου τόσο για προώθηση του σχεδίου δημιουργίας « Ελληνικής Δημοκρατίας  του Πόντου»  όσο και για υλική βοήθεια προς τους Πόντιους αντάρτες, προδιαγράφουν το μέλλον δυσοίωνο.

Πράγματι όταν πια το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος αλλάζει άποψη, οι εξελίξεις έχουν δρομολογηθεί. Δυόμισι χρόνια έπρεπε να περάσουν για να πειστεί ο Βενιζέλος για την ορθότητα των στόχων του ποντιακού κινήματος· είναι όμως πολύ αργά. Τον Ιούνιο του 1920 ο αρμενικός στρατός νικιέται από τους κεμαλικούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν το Κάρς.

Από το 1920 και εξής η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά με αλλεπάλληλα πλήγματα για το Ελληνισμό του Πόντου και της Ρωσίας. Ήδη από το Απρίλιο η τουρκοσοβιετική προσέγγιση είναι γεγονός· ο Μουσταφά Κεμάλ προτείνει στο Λένιν την αποκατάσταση της στενής φιλίας και η σοβιετική κυβέρνηση κάνει αποδεκτή την πρόταση. Αν και αργότερα οι επίσημοι σοβιετικοί ιστορικοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη βοήθεια προς το κεμαλικό κίνημα, ωστόσο κατά την περίοδο αυτή στο όνομα αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα, οι δύο δυνάμεις συνεργάζονται στενά.

Ενώ λοιπόν στην ΕΣΣΔ, υπάρχουν περιοχές, όπου οι Έλληνες είναι σημαντικότατη εθνότητα, όπως στην περιοχή της Αζοφικής, στο Κουμπάν της Ν. Ρωσίας, στο Σοχούμι του Καυκάσου και στην ύπαιθρο του, στην Τσάλκα, κοντά στην Τυφίδα και αλλού, μετά τις τελευταίες εξελίξεις πολλοί από αυτούς αναχωρούν για την Ελλάδα. Από το 1919 είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσία περι τους 260.000 Έλληνες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των προσφύγων κατευθύνθηκε στην Ελλάδα·  ωστόσο υπήρξαν και πολλοί ακόμα που θα ήθελαν να φύγουν όμως είτε δεν τα κατάφεραν και παρέμειναν είτε δεν πρόλαβαν τα πλοία της προσφυγιάς.

Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ. δε θέλησε να έρθει στην Ελλάδα, γιατί πίστευε ότι είναι μια χώρα φτωχή με σημαντικά προβλήματα επιβίωσης. Ένα άλλο μέρος αυτού του πληθυσμού, θεωρούσε ως εθνικό ελληνικό του χώρο, όχι τον ελλαδικό, αλλά τις ελληνικές περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Πάντως μέχρι το 1926 συνεχιζόταν τα ρεύματα φυγής· ο πληθυσμός που παρέμεινε μπορεί να υπολογισθεί περίπου στις 300.000 - αν και υπάρχουν μεγάλες διαφορές για τον τελικό αριθμό που δίνεται.

Οι εναπομείναντες λοιπόν - και ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις στα νούμερα που μας δίνονται - αποτελούν ένα σεβαστό κομμάτι πληθυσμού, που στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι ποντιακής καταγωγής, προσαρμόζεται γρήγορα στις νέες συνθήκες. Παρόλα αυτά όμως η προσαρμογή τους δε φάνηκε ικανή να τους προφυλάξει από το νέο κύμα διωγμών που εξαπολύει το σταλινικό καθεστώς.

Οι πρώτες σημαντικές διώξεις στην Ε.Σ.Σ.Δ. κατά των Ελλήνων αρχίζουν την περίοδο της βίαιης κολλεχτιβοποίησης. Οι διώξεις βασίζονται σε κριτήρια πολιτικά και ταξικά. Πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι το ποσοστό των Ελλήνων κρατουμένων είναι μεγαλύτερο από αυτό των υπολοίπων εθνοτήτων, όπως παραδέχονται και οι σοβιετικοί ιθύνοντες. Από το 1930 αρχίζουν να εμφανίζονται μέσα στο κόμμα απόψεις «μεγαλορωσικού σωβινισμού, που πρεσβεύουν την άποψη ότι με τη νίκη του σοσιαλισμού, τα έθνη πρέπει να συγχωνευτούν σ' ένα ενιαίο σύνολο και οι εθνικές τους γλώσσες πρέπει να συγχωνευτούν σε μια κοινή! Ως εκ τούτου επιδιώκεται η ομοιογενοποίηση των πληθυσμιακών ομάδων και η εθνική ιδεολογία που προωθείται επιδιώκει να λειτουργήσει ως πολιτιστικός οδοστρωτήρας, βάζοντας στο στόχαστρο της  και τον ακμαίο ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας.

Οι μαζικές διώξεις εντείνονται απότομα από τα τέλη του 1936, έπειτα από τηλεγράφημα του Στάλιν και του Ζντάνωφ, στο οποίο κατηγορείται η μυστική αστυνομία ότι καθυστέρησε τέσσερα χρόνια την εφαρμογή μαζικών διωγμών και υποδεικνύεται ότι σύντομα πρέπει να «αναπληρωθεί» ο χαμένος χρόνος. Έτσι αρχίζουν οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις κάτω από το πρόσχημα της κατηγορίας του τροτσκισμού.

Οι διώξεις κατά των Ελλήνων κορυφώνονται το 1937-1938, περίοδο κατά την οποία και παίρνουν έντονα εθνικό χαρακτήρα. Ο Χαράλαμπος Γωνιάδης καταθέτει τη μαρτυρία του : « Όπως φαίνεται τότε είχε δημιουργηθεί τάση για συγκρότηση αυτόνομων ελληνικών περιοχών. Γι' αυτό ο Στάλιν έδωσε διαταγή το 1936 να φυλακίσουν όλους τους Έλληνες που ήσαν πάνω από  18 χρονών. Αυτό έγινε μόνο για τους Έλληνες. Για τους άλλους ήταν να καθαρίζουν τους εχθρούς. Ενώ για τους Έλληνες ήταν γενικό. Είτε ήσουν κομμουνιστής είτε φασίστας σε παίρνανε. Δεν ήθελαν την οργάνωση του ελληνικού πληθυσμού. Οι πιο πολλοί που ζήτησαν αυτονομία, πέθαναν στην εξορία. Και όσοι έζησαν δε μιλούν για αυτό....Ήταν εντολή του Στάλιν,  να κλείσουν κάθε Έλληνα μεγαλύτερο των 18 χρονών στις φυλακές για να εξαλειφθεί το ελληνικό γένος. Αυτό ονομάζεται γενοκτονία...Προ πάντων στο Κρασνοντάρ έγιναν σφαγές............»

Χιλιάδες Έλληνες εκτελούνται με την κατηγορία του «εχθρού του Λαού».

Ο Γωνιάδης από τη Γεωργία επισημαίνει: « Η γενοκτονία έγινε παντού, Ρωσία, Ουκρανία εκτός από τη Γεωργία. Εκεί όσοι Γεωργιανοί εξορίστηκαν, τόσοι και Έλληνες. Το ίδιο και στην Αρμενία.»

Ο Π. Νικολαϊδης συμπληρώνει για τις διώξεις των Ελλήνων του Κουμπάν: « Το 1938-39 έγιναν τουφεκισμοί. Δεν υπήρχε ελληνικό σπίτι που να μην μαυροφόρεσε......... Το 70% απ' τους Έλληνες του Κουμπάν εκτελέστηκαν. Όπως μας κυνήγησε ο Τοπάλ Οσμάν στον Πόντο, έτσι μας κυνήγησαν και εκεί. Μετά τους τουφεκισμούς πέθαναν πολλά γυναικόπαιδα από την πείνα. Γιατί όταν σκοτώνουν τον πατέρα που τρέφει την οικογένεια, είναι εύκολο να χαθεί και η οικογένεια.»

Κυρίως στη νότια Ρωσία και ειδικότερα στην κοιλάδα του Κουμπάν η σφαγή των Ελλήνων πήρε τη μεγαλύτερη από κάθε άλλο μέρος έκταση. Οι κρατούμενοι δεν παραπέμπονται σε δίκη. Οι ποινές καθορίζονται με συνοπτικές διαδικασίες από μια τριμελή επιτροπή με βάση τις καταθέσεις και απλώς ανακοινώνονται στους κρατούμενους. Υπολογίζεται με βάση τις εκτιμήσεις των ελλήνων της Ρωσίας ότι ο αριθμός των θυμάτων ανέρχεται σε 50.000, εκτίμηση η οποία σήμερα πια έχει επιβεβαιωθεί από σοβιετικούς αξιωματούχους.

Οι διώξεις αρχίζουν να κοπάζουν το 1940. Όμως οι απειλές κατά του ελληνικού πληθυσμού συνεχίζονται. Τα δεδομένα ωστόσο Δε φαίνεται να διαφοροποιούνται ούτε και μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και ο ελληνικός πληθυσμός της Ε.Σ.Σ.Δ. αντιμετωπίζει τον αγώνα κατά των ναζί σα δικό του και συμβάλλει και αυτός στη νίκη κατά των δυνάμεων του Άξονα. Όσοι Έλληνες έχουν σοβιετική υπηκοότητα πηγαίνουν στο μέτωπο. Όσοι έχουν ελληνικά διαβατήρια στέλνονται στα εργατικά τάγματα. Ο σοβιετικός συγγραφέας Ανατόλι Πριστάβνικ αναφέρει ότι μεταξύ των Ελλήνων δεν υπάρχουν προδότες άλλα μόνο ήρωες.

Και ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος, αρχίζουν οι τερατώδεις επιχειρήσεις εκτόπισης μεγάλων πληθυσμών από τις πατρίδες τους. Ολόκληροι λαοί κηρύσσονται ένοχοι για προδοσία, χωρίς να εξαιρούνται ούτε καν οι γέροντες, τα γυναικόπαιδα, τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Μεταξύ των εθνών που υφίστανται αυτή την πολιτική συμπεριλαμβάνονται και οι Έλληνες των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας.

Οι πρώτοι Έλληνες που εκτοπίζονται είναι ελληνοϋπήκοοι από το Κουμπάν, λίγο πριν την κατάληψη της περιοχής από το γερμανικό στρατό. Η εξορία αυτή είναι ακατανόητη, γιατί ενώ το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε εμπόλεμοι κατάσταση με τους Γερμανούς και η Ελλάδα έχει ήδη καταληφθεί, οι ελληνοϋπήκοοι αντιμετωπίζονται ως πιθανοί συνεργάτες του γερμανικού στρατού.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944 εξορίζονται 70.000 Έλληνες της Κριμαίας στο Καζαχστάν και στη Σιβηρία. Το 1946 ολοκληρώνεται η εξορία του ελληνικού πληθυσμού του Κουμπάν. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, το Ανώτατο Σοβιέτ ψηφίζει μυστικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι εκτοπισμένοι δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να πάρουν άδεια να επιστρέψουν πίσω στις περιοχές καταγωγής τους.

Το 1949 φτάνει η ώρα των Ελλήνων του Καυκάσου. Αφού κατατάσσονται στην κατηγορία των «ειδικών  απελαθέντων» εξορίζονται στην Κεντρική Ασία. Ο Νέκριτζ αφού αναφέρει ότι οι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί, χαρακτηρίστηκαν από τους σταλινικούς σαν «απάτριδες κοσμοπολίτες» διατυπώνει την άποψη ότι η εκτόπιση τους, ικανοποιούσε το στρατηγικό στόχο της δημιουργίας ενός «έμπιστου συνοριακού πληθυσμού» .

Οι δύο βασικοί εμπνευστές της εξορίας των Ελλήνων Ποντίων ήταν ο Στάλιν και ο Μπέρια. Γι' αυτό και ο θάνατος του Στάλιν το 1953 έγινε δεκτός με αισθήματα ανακούφισης για όσους είχαν υποστεί τις συνέπειες της πολιτικής του. Κατά συνέπεια και για τους Έλληνες της Ρωσίας ο θάνατος του σηματοδότησε μια νέα εποχή κυρίως μετά την ανακοίνωση της εκτέλεσης του Μπέρια.

Ωστόσο και ενώ βρισκόμαστε ήδη στο καλοκαίρι του 1954, δε γίνεται  λόγος για επιστροφή των εκτοπισμένων πληθυσμών στις πατρίδες τους, αν και ο Χρουστσώφ στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος καταδικάζει τις ενέργειες των προκατόχων του αναφορικά με το ζήτημα. Αν και κατά την εισήγηση του δε θέτει το ζήτημα της αποκατάστασης των διωχθέντων παρόλα αυτά αρχίζει η μαζική αποφυλάκιση τους. Μετά το συνέδριο τα γεγονότα προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς. Γκρεμίζονται τα περισσότερα αγάλματα του Στάλιν και τα περιοριστικά μέτρα κατά των Ποντίων της Κ. Ασίας λιγοστεύουν. Οι Έλληνες με σοβιετική υπηκοότητα μπορούν να ξαναγυρίσουν στη Μαύρη Θάλασσα.

Με την φιλελευθεροποίηση του Χρουστσώφ δίνεται ευκαιρία να ξαναδιδαχθεί η ελληνική γλώσσα σε κάποια μέρη που ο πληθυσμός δεν εκτοπίστηκε. Τέτοια περίπτωση παρουσιάζεται στην Τυφλίδα. Το τοπίο όμως και πάλι δυσχεραίνει καθώς στη θέση του Χρουστσώφ εκλέγεται ο Λεοντίντ Μπρέζνιεφ, στα 1964, οπότε και εγκαινιάζει μια «περίοδο στασιμότητας».

Καθ' όλη την μπρεζνιεφική περίοδο οι Έλληνες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Από το 1965 αρχίζει η αναχώρηση των εξόριστων Ποντίων για την Ελλάδα - για μια ακόμη φορά παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς.

Οι Έλληνες Πόντιοι, έχοντας βιώσει για δεκαετίες την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του ελληνικού κράτους, ερμηνεύουν τη δυνατότητα αναχώρησης από τους τόπους εξορίας τους ως μια πρακτική ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, που διευθετήθηκε μεταξύ του Γ. Παπανδέου και του Χρουστσώφ. Η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών απέναντι στους νέους πρόσφυγες κυμαίνεται από την αδιαφορία μέχρι την εχθρότητα.

Και ενώ το τελευταίο ρεύμα προσφύγων από τη Ρωσία, προσαρμόζεται στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, η Σοβιετική Ένωση αντιμετωπίζει μια σειρά από κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της με αποκορύφωμα  τις συνταρακτικές αλλαγές που σήμανε η Περεστρόϊκα του Γκορμπατσώφ.

Οι Έλληνες που παρέμειναν και στη Σ. Ένωση και βιώνουν τις αλλαγές, αν και δεν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα αυτή την περίοδο ωστόσο διακατέχονται από μια συνεχή αβεβαιότητα, απόρροια της ηθικής βλάβης που τους δημιούργησε η σταλινική περίοδος. Η αβεβαιότητα αυτή είναι έντονη και γενικευμένη· ενισχύεται  από το γεγονός ότι αναπτύσσονται εθνικιστικές τάσεις στις διάφορες  σοβιετικές δημοκρατίες που τους δημιουργούν έντονη τη διάθεση της μετανάστευσης.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου επικρατούν στους Έλληνες της ευρύτερης περιοχής της πρώην σοβιετικής ένωσης, δύο τάσεις. Η πρώτη θεωρεί ότι η ιδανικότερη λύση στο πρόβλημα των Ελλήνων είναι η μετεγκατάσταση τους στην Ελλάδα, καθώς δεν υπάρχει πλέον χώρος στις σοβιετικές δημοκρατίες για δημιουργία αυτόνομης ελληνικής περιοχής· εξάλλου ο ελληνικός εθνικός χώρος είναι σήμερα ο ελλαδικός και η ποντιακή ιδιαιτερότητα είναι μια ελληνική τοπική ταυτότητα. Η δεύτερη τάση, έχει ως εκφραστές νέους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει τα κατάλοιπα της σταλινικής περιόδου και επισημαίνουν τις διαφορές των δύο ελληνικών πολιτισμών, του μαυροθαλασσίτικου και του βαλκανικού. Στόχος τους είναι η δημιουργία τέτοιων όρων ώστε να μην εγκαταλείψουν οι Έλληνες της πρώην σοβιετικής Ένωσης την «Ποντιακή τους Πατρίδα» .

Οι περισσότεροι από αυτούς που ασπάστηκαν την πρώτη τάση ακολούθησαν για άλλη μια φορά το δρόμο της προσφυγιάς, εθελούσια. Ένα μεγάλο ρεύμα θα κατευθυνθεί προς την Ελλάδα, την Κύπρο αλλά και την Ευρώπη από το Μάρτιο του 1989, οπότε και έχουμε άρση των περιορισμών εξόδου των σοβιετικών πολιτών από τη Ε.Σ.Σ.Δ. Την αποχώρηση τους «διευκολύνουν» και οι εθνικιστικές συγκρούσεις στην Υπερκαυκαυσία.

Στα τέλη λοιπόν της δεκαετίας του ΄80 βρίσκουμε συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς σε διάφορες περιοχές της πρώην σοβιετικής Ένωσης. Περισσότεροι από 100.000 κατοικούν στη Γεωργία, αλλά και στην Αμπαχαζία (Σοχούμι), Ατζαρία (Βατούμι), Τυφλίδα, Τσάλκα, Τετρισκάρο, Κρασνοντάρ, Μαϋκώπ, Ανάπα, Γελεντζίκ( οπου το 40% του πληθυσμού είναι πόντιοι),στο Ουζμπεκιστάν, στο Καζαχστάν, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές σ΄ όλη την έκταση της πρώην Σ. Ένωσης. Πολλοί από αυτούς φεύγουν εσπευσμένα, άλλοι συντονίζουν μεθοδικότερα την αποχώρηση τους. Όπως και αν την οργανώνουν ωστόσο δεν παύει να είναι μια ιδιαίτερα οδυνηρή εμπειρία. Για τους περισσότερους η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς πρέπει να εκποιήσουν και τα περιουσιακά τους στοιχεία, «επενδύοντας» σ' ότι βρουν στην αγορά για να φέρουν στην Ελλάδα, καθώς το σοβιετικό κράτος τους απαγορεύει να μετατρέψουν τα χρήματα τους σε συνάλλαγμα. Ενίοτε πέφτουν και θύματα των κερδοσκόπων, ωστόσο πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα είναι ο τελευταίος σταθμός του πολυτάραχου εβδομηντάχρονου ταξιδιού τους. Πέφτουν όμως έξω στις εκτιμήσεις τους· το Ελληνικό κράτος θα αργήσει πολύ να τους δώσει τη θέση που τους αρμόζει· ο ελληνικός λαός θα τους αντιμετωπίσει με επιφύλαξη και καχυποψία, η υποδοχή δεν ήταν αυτή που περίμεναν.

Πέρασε πολύς καιρός και οι «γηγενείς» λησμόνησαν την προσφυγιά, όμως σταδιακά το κλίμα αποκαθίσταται. Οι ντόπιοι εξοικειώνονται και οι νεοπρόσφυγες συνηθίζουν, ο χρόνος δρα βελτιωτικά, οι κρατικές υποδομές έχουν πλέον οργανωθεί, ο οργανωμένος ποντιακός χώρος αγκαλιάζει εξ' αρχής τους αδελφούς εκ Ρωσίας και ο απλός κόσμος τους θεωρεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του.



Επιμέλεια υλικού: Αναστασιάδου Ελένη



* Πληροφοριακό υλικό αντλήθηκε από το βιβλίο του Β.Αγτζίδη «ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΕΣΤΡΟΪΚΑ



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου