«Είμαι διατεθειμένος να υποστώ θυσίες γιατί δεν μπορώ, με ήσυχη τη συνείδησή μου, να αφήνω την αμερικανική κυβέρνηση να καταστρέφει την ιδιωτική ζωή, την ελευθερία του Ιντερνέτ και τις βασικές ελευθερίες».
Τάδε έφη Εντουαρντ Σνόουντεν, ο νεαρός υπεργολάβος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (National Security Agency-NSA), στην περίφημη συνέντευξη που έδωσε στον «Γκάρντιαν». Ως γνωστόν, ο Σνόουντεν παρέδωσε στη δημοσιότητα μυστικά για το δαιδαλώδες πρόγραμμα παρακολούθησης της NSA.
Η υπόθεση, με τις διάφορες, παράπλευρες παραμέτρους της (το ότι, π.χ., συζητείται όλο και πιο έντονα ότι η Google συνεργάζεται τακτικά με τις μυστικές υπηρεσίες ή ότι εσχάτως Τουρκία και Ρωσία δήλωσαν εξοργισμένες από το γεγονός ότι αξιωματούχοι της παρακολουθούνταν από αντίστοιχες ευρωπαϊκές υπηρεσίες) είναι βούτυρο στο ψωμί των απανταχού συνωμοσιολόγων. Για ορισμένους, ο «Μεγάλος Αδελφός» είναι ήδη εδώ. Σίγουρα πάντως, ο κινηματογράφος τον είχε προβλέψει.
Η απειλή της ιδιωτικής ζωής, τα απόκρυφα μυστικά, κρατικά, συλλογικά ή προσωπικά, που βρίσκονται αίφνης στα χέρια αφανών οργάνων που υπάγονται σε ομιχλώδεις οργανισμούς, είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται κινηματογραφικά σε διάφορες παραλλαγές.
Την αρχή βέβαια είχε κάνει η λογοτεχνία: ο Κάφκα είχε δώσει από νωρίς τον τόνο γι’ αυτό τον συνδυασμό υπαρξιακού και πολιτικού angst, σήμα κατατεθέν του εικοστού αιώνα – και καταπώς φαίνεται και του αιώνα που διανύουμε. Ο κινηματογράφος ήρθε να δώσει άλλη μορφή και έμφαση σε αυτή τη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης.
Το 1974, το ζήτημα της παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής βρισκόταν στο επίκεντρο μιας από τις καλύτερες ταινίες του Φράνσις Φορντ Κόπολα, του ψυχολογικού θρίλερ «Η συνομιλία». Σε αυτό, ο Τζιν Χάκμαν υποδύεται τον ελαφρώς αγοραφοβικό Χάρι Κόουλ, εξπέρ στις παρακολουθήσεις, ο οποίος όμως έχει εμμονή με την προστασία της δικής του ιδιωτικής ζωής.
Βασανισμένος από ενοχές επειδή ο ρόλος του σε μια παλαιότερη παρακολούθηση είχε σαν αποτέλεσμα το φόνο τριών ανθρώπων, αναλαμβάνει την παρακολούθηση ενός ζευγαριού με το οποίο συνδέεται συναισθηματικά στην πορεία, συνειδητοποιώντας ότι και ο ίδιος τελικώς βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Μόνος και αποξενωμένος, με αποκούμπι την τζαζ, ο Χάρι μοιάζει ανήμπορος να αντιδράσει και μοιάζει να παρανοεί στην ιδέα ότι το διαμέρισμά του μπορεί να είναι παγιδευμένο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «Συνομιλία» γυρίστηκε το 1974, τη χρονιά της παραίτησης του προέδρου Νίξον εξαιτίας του Ουότεργκεϊτ: ενός σκανδάλου παρακολούθησης δηλαδή. Με άλλα λόγια, το αίσθημα απειλής, ότι ο καθένας είναι δυνάμει θύμα παρακολούθησης άρχιζε να γίνεται ολοένα και εντονότερο.
Η Ωκεανία του Οργουελ
Το 1984 προβλήθηκε η πολυαναμενόμενη (τότε) κινηματογραφική μεταφορά του οργουελικού «1984». Το έργο, τόσο ως μυθιστόρημα όσο και ως φιλμ, αποτελεί την πλέον κλασική αποτύπωση ενός δυστοπικού μέλλοντος όπου ουσιαστικά η ιδιωτική ζωή έχει καταργηθεί και ο Μεγάλος Αδελφός παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα με μια ειδική οθόνη εγκατεστημένη σε κάθε σπίτι.
Διόλου τυχαία, μετά το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, οι πωλήσεις του «1984» εκτινάχθηκαν στο Amazon. Όταν το έγραφε το 1948, ο Όργουελ είχε κατά νου τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, ωστόσο, το «1984» ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της ιστορικής αναφοράς και αποτελεί μιαν εφιαλτική, διαχρονική αλληγορία-σπουδή πάνω στη φρίκη του ολοκληρωτισμού.
Η πραγματικότητα έδειξε ότι το αληθινό έτος 1984 δεν περιλάμβανε ένα τέτοιο εφιαλτικό καθεστώς, ωστόσο, η ειρωνεία είναι ότι «Οι ζωές των άλλων» (2006) διαδραματίζονται σε εκείνη ακριβώς τη χρονιά, όταν η Στάζι και τα συστήματα παρακολούθησής της βρίσκονταν στην ακμή τους στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Η ταινία προκάλεσε βαθιά εντύπωση, αποτυπώνοντας ανάγλυφα ένα ρεαλιστικό όσο και εφιαλτικό σκηνικό δίχως αναδρομές σε φουτουριστικές δυστοπίες ή σε σχήματα επιστημονικής φαντασίας.
Πολύ κοντά στο σύμπαν του Οργουελ, του Κάφκα αλλά και τις παράλογες, νουάρ ατμόσφαιρες της τηλεοπτικής «Ζώνης του Λυκόφωτος», βρισκόταν το οργιαστικό ως προς τη φαντασία του «Μπραζίλ» (1985) του Αμερικανού Τέρι Γκίλιαμ (του έξοχου κομίστα των Μόντι Πάιθον). Ιδωμένη σαν μια μαύρη, γκροτέσκα κωμωδία, και κινούμενη κάπου ανάμεσα στη φαντασία (το όνειρο) και την πραγματικότητα, η ταινία παρακολουθεί την περιπέτεια του Σαμ Λόουρι, δημοσίου υπαλλήλου σε ένα επίσης ολοκληρωτικό καθεστώς.
Το μεγαλύτερο μερίδιο της σάτιρας αφιερώνεται στη γραφειοκρατία, ένα πραγματικό τέρας που καταβροχθίζει τον πολίτη, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθεί σε έναν άκρως φουτουριστικό θάλαμο βασανιστηρίων, όπου μια πρακτικογράφος καταγράφει και το παραμικρό ουρλιαχτό του βασανιζόμενου. Εννοείται, ότι οι πάντες παρακολουθούνται και οι πάντες θεωρούνται a priori εχθροί του πανίσχυρου, καθεστώτος.
Η ιδέα ενός ανίκητου, κακόβουλου κράτους που εισβάλλει βάναυσα στις ζωές των ανθρώπων φτάνει στα ακρότατα όριά της με την καθαρή επιστημονική φαντασία «Minority Report» (2002) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, βασισμένο σε ένα διήγημα του μεγάλου Φίλιπ Ντικ (το θέμα τον απασχολεί διά βίου, στον βαθμό της ψύχωσης - όπως και τον «αόρατο» Τόμας Πίντσον): στο όχι και τόσο μακρινό 2054, ένα ειδικό αστυνομικό τμήμα έχει την τεχνολογία να εντοπίζει την πρόθεση για έγκλημα στο μυαλό του... μελλοντικού εγκληματία, βασισμένο στα οράματα τριών μέντιουμ, και, φυσικά, να ενεργεί ανάλογα.
Σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου το κράτος είναι ένα πανταχού παρών αλλά αόρατο, ηλεκτρονικό τέρας, κάθε τεκμήριο αθωότητας θεωρείται ξεγραμμένο εκ των προτέρων και ο καθένας μας είναι καταδικασμένος να είναι ένοχος χωρίς να το ξέρει καν. Όπως περίπου και ο Γιόζεφ Κ. του Κάφκα...
Τυχαία σε κάμερα
Η ταινία «Enemy of the State», σε σκηνοθεσία του Τόνι Σκοτ, και με πρωταγωνιστές τους Ουίλ Σμιθ, Τζιν Χάκμαν και Γιον Βόιτ, γυρίστηκε το 1998 αλλά μοιάζει σα να βγήκε μέσα από την πραγματική ιστορία του Σνόουντεν. Απλώς εδώ, το σενάριο περιλαμβάνει και φόνο: το Κογκρέσο κινείται προς μια νομοθεσία βάσει της οποίας η κυβέρνηση θα αυξήσει τα όρια των μέσων παρακολούθησης για τις μυστικές υπηρεσίες.
Ένας αντιπρόσωπος του Κογκρέσου, οποίος είναι αντίθετος, καθώς θεωρεί ότι απειλούνται τα βασικά δικαιώματα των Αμερικανών, δολοφονείται από ανθρώπους της NSA. Η σκηνή της δολοφονίας του όμως καταγράφεται τυχαία σε κάμερα. Στην υπόθεση εμπλέκεται και ένας δικηγόρος του εργατικού δικαίου, ο οποίος, άθελά του, βρίσκεται με το δισκάκι που περιέχει τη βιντεοσκοπημένη δολοφονία.
Εννοείται ότι αμέσως γίνεται στόχος των πρακτόρων της NSA, οι οποίοι, σε πρώτη φάση, καταστρέφουν τη ζωή του: χάνει τη δουλειά του, οι τραπεζικοί του λογαριασμοί «παγώνουν» και η γυναίκα του τον διώχνει απ’ το σπίτι. Έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ στο φινάλε, το FBI «καθαρίζει» για όλους (ο δικηγόρος γλιτώνει, το νομοσχέδιο δεν περνάει απ’ το Κογκρέσο, ωστόσο η εγκληματική δράση της NSA συγκαλύπτεται), ο «κακός» της ταινίας είναι μία καθ’ όλα πραγματική υπηρεσία της αμερικανικής κυβέρνησης, της οποίας μέλος ήταν μέχρι πρότινος και ο Εντουαρντ Σνόουντεν, προτού προβεί στις γνωστές αποκαλύψεις...
Στον σημερινό κόσμο δεν ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός ή ο σύμμαχος
Όποιος έχει παρακολουθήσει την αμερικανική σειρά «The Wire» της ΗΒΟ θα θυμάται τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι μαύροι έμποροι ναρκωτικών προκειμένου να χάνουν τα ίχνη τους οι αστυνομικοί: στην ουσία, όλο το παιχνίδι γινόταν με τα κινητά τηλέφωνα. Όχι τυχαία: το κινητό τηλέφωνο είναι «καλός αγωγός» της πληροφορίας, γι’ αυτό και τα δίκτυα της κινητής τηλεφωνίας έπαιξαν βασικό ρόλο στις πρόσφατες αποκαλύψεις περί σύνδεσης εταιρειών κινητής τηλεφωνίας με αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Αναπόφευκτα, σε περισσότερο κατασκοπευτικές ταινίες, όπως στο γεωπολιτικό θρίλερ «Συριάνα» (2005) ή στη σειρά περιπετειών με ήρωα τον Μπορν (τον υποδύεται ο Ματ Ντέιμον), το μέσο παίζει κομβικό ρόλο στον εντοπισμό ή στη διαφυγή, ανάλογα με το πόσο υποψιασμένος είναι ο χρήστης. Πράκτορες της CIA, τόσο ο Ντέιμον στο «Μπορν» όσο και ο Τζορτζ Κλούνεϊ στο «Συριάνα», δεν θα μπορούσαν παρά να είναι άκρως καχύποπτοι με κάθε μέσο επικοινωνίας, ωστόσο πάντοτε υπάρχει ένα στοιχείο που μπορεί να ξεφύγει από τον οποιονδήποτε.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση του «Μπάτμαν: ο σκοτεινός ιππότης» (2008), όπου θίγεται άμεσα ένα ακανθώδες ηθικό ζήτημα: σε ποιο σημείο μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να φτάσει προκειμένου να προστατέψει τους πολίτες της από τους τρομοκράτες; Συγκεκριμένα, ο Μπάτμαν επιχειρηματολογεί υπέρ ενός συστήματος παρακολούθησης της κινητής τηλεφωνίας των κατοίκων της Γκόθαμ Σίτι προκειμένου να παρακολουθεί τις κινήσεις του Τζόκερ.
Ο Μόργκαν Φρίμαν απειλεί με παραίτηση από τις επιχειρήσεις του Μπρους Γουέιν, θεωρώντας ότι κανένας δεν πρέπει να έχει τέτοια ισχύ. Πράγματι: στο τέλος της ταινίας ο ίδιος ο Μπάτμαν καταστρέφει το μηχανισμό παρακολούθησης.
Η επιθυμία για ελευθερία και δικαιοσύνη είναι πάντως η ίδια, ανεξαρτήτως εποχής και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Ο μυστηριώδης, αινιγματικός V στο περίφημο «V for Vendetta» (2005) συμβολίζει τον διαχρονικό επαναστάτη, ο οποίος δρα χρησιμοποιώντας ως έμβλημα τη μάσκα του τραγικού Γκάι (ή Γκίντο) Φοκς, ο οποίος οργάνωσε τη «συνωμοσία της πυρίτιδας» το 1605 με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά Ιακώβου Α’ της Αγγλίας και την ανατίναξη του βρετανικού Κοινοβουλίου. Ο Φοκς συνελήφθη, βασανίστηκε φρικτά και εκτελέστηκε. Από τον 17ο αιώνα σε έναν μελλοντικό κόσμο, στον οποίο η Βρετανία κυβερνάται από δικτατορία, ο μασκοφόρος V μοιάζει να συμβολίζει οποιονδήποτε επιθυμεί να αγωνιστεί για την ελευθερία.
Η «μεγάλη εικόνα» απ’ όλα αυτά τα παραδείγματα είναι ενδεχομένως η εξής: στο σημερινό κόσμο δεν ξέρεις ποτέ ποιος είναι ο εχθρός ή ο σύμμαχος, δεν ξέρεις ποτέ αν είσαι μόνος ή αν έχεις συντροφιά και δεν ξέρεις ποτέ αν είσαι ακριβώς αυτό που νομίζεις ότι είσαι. Τα πάντα ρευστά. Όλα υπό αναίρεση.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου