Πριν 64 χρόνια, τον Μάιο του 1951, το πλοίο MS Disko ξεκίνησε το ταξίδι του από το Νούουκ, την πρωτεύουσα της Γροιλανδίας με προορισμό την Κοπεγχάγη.
Το καράβι μετέφερε 22 παιδιά ηλικίας 6-10 ετών που η κυβέρνηση της Δανίας πήρε από οικογένειες Ινουίτ Εσκιμώων, με τη συγκατάθεση των γονιών τους, προκειμένου να διεξάγει ένα κοινωνικό πείραμα για να διαπιστώσει πόσο καλά μπορούν να ενταχτούν στη δανέζικη κοινωνία.
Η Χέλεν Τίσεν είναι ένα από τα 22 αυτά παιδιά και σήμερα θυμάται όχι μόνο όλη τη διαδικασία απομάκρυνσης από την οικογένεια της στο Νούουκ, αλλά και την επίπονη προσπάθεια της να ζήσει με την καινούργια της οικογένεια στην Κοπεγχάγη.
«Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα, όταν επισκέφτηκαν το σπίτι μας δυο Δανοί κύριοι. Είχαν μαζί τους έναν μεταφραστή [σ.σ.: οι Ινουίτ δεν μιλάνε δανέζικα] και ζήτησαν από τη μητέρα μου αν θα ήταν θετική στο ενδεχόμενο να με στείλει στη Δανία, όπου υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να τύχω καλύτερης μόρφωσης και ευκαιριών στη ζωή μου. Η μητέρα μου αρχικά ήταν αρνητική, αλλά αφού την πίεσαν αρκετά και της υποσχέθηκαν πως θα μείνω στη Δανία για μόλις έξι μήνες, εκείνη τελικά έδωσε τη συγκατάθεση της» λέει σήμερα η 71χρονη γυναίκα που αναγκάστηκε να αφήσει την οικογένεια της σε ηλικία επτά ετών.
Όπως τονίζει το σχετικό ρεπορτάζ του BBC, η όλη αυτή διαδικασία ήταν μέρος ενός κοινωνικού πειράματος που διεξήγαγε τότε η δανέζικη κυβέρνηση, προκειμένου να δημιουργήσει έναν νέο, πιο μορφωτικά και κοινωνικά προηγμένο τύπο Γροιλανδού. Η Γροιλανδία ανήκε τότε ως αποικία πλήρως στο Βασίλειο της Δανίας και από το 1979 απέκτησε καθεστώς αυτονομίας, το οποίο ενισχύθηκε με το δημοψήφισμα του 2008.
Το πρόγραμμα αυτό της μεταμόρφωσης των «μικρών Ινουίτ» σε «μικρούς Δανούς» ξεκίνησε το 1950, όταν η κυβέρνηση έστειλε τηλεγραφήματα στους δασκάλους της μικρής χώρας, οι οποίοι με τη σειρά τους υπέδειξαν αυτά που θεωρούσαν ως τα εξυπνότερα παιδιά των Ινουίτ, όλα ηλικίας 6-10 ετών.
Έτσι, επιλέχτηκαν συνολικά 22 παιδιά από 21 οικογένειες Ινουίτ και οι Δανοί αξιωματούχοι επισκέφτηκαν μια μια τις οικογένειες προκειμένου να πάρουν την γονική συγκατάθεση.
«Θυμάμαι πως τη στιγμή που φεύγαμε από το λιμάνι για την Κοπεγχάγη, δεν σήκωσα καν τα χέρια μου να αποχαιρετήσω τη μητέρα μου. Σκεφτόμουν από μέσα μου «πως είναι δυνατόν η ίδια μου η μητέρα να με αφήνει έτσι εύκολα να φύγω»; Κι όταν αγκυροβολήσαμε στην Κοπεγχάγη ήταν βράδυ και θυμάμαι πως εντυπωσιάστηκα από το πόσο μεγάλο λιμάνι ήταν», λέει σήμερα η Τίσεν.
Αρχικά, τα 22 παιδιά έμειναν σε μια παιδική κατασκήνωση, ονόματι Φεντγκάαρντεν. Εκεί, τους επισκέφτηκε η ίδια η βασίλισσα της Δανίας Ινγκριντ, αλλά, όπως θυμάται η Τίσεν, «ήμασταν όλα τα παιδιά τόσο στεναχωρημένα που αν δείτε τις φωτογραφίες από τότε, κανένα δεν χαμογελάει. Τα βράδια όταν πηγαίναμε για ύπνο, τα περισσότερα από εμάς κλαίγαμε στα κρεβάτια μας».
Τον Δεκέμβριο του 1951, τα 22 παιδιά στάλθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες προκειμένου να ελεγχθεί ο βαθμός προσαρμογής τους. Έξι από αυτά που κρίθηκαν πιο ευπροσάρμοστα, παρέμειναν στη Δανία και δόθηκαν για υιοθεσία σε αντίστοιχα ζευγάρια Δανών που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.
Τα υπόλοιπα 16 όμως δεν πέρασαν εύκολα στις νέες τους οικογένειες κι είχαν δυσκολίες να προσαρμοστούν, έτσι στάλθηκαν πίσω στη Γροιλανδία το 1952. Ένα απ’ αυτά ήταν και η Τίσεν.
«Όταν επιστρέψαμε σπίτι στο Νούουκ, διαπίστωσα πως είχα μάθει τόσο καλά τα δανέζικα, ώστε πλέον είχα ξεχάσει την γλώσσα μου. Δεν μπορούσα καν να συνεννοηθώ με την μητέρα μου» λέει η Τίσεν.
Το ίδιο διαπίστωσαν και οι υπεύθυνοι του κοινωνικού πειράματος, που κατέφυγαν σε μια άλλη λύση: Έβαλαν και τα 16 αυτά παιδιά σε ένα οικοτροφείο που λειτουργούσε υπό την αιγίδα της κυβέρνησης της Δανίας.
Εκεί, τα παιδιά αποθαρρύνονταν τόσο από το να μιλάνε τη γλώσσα των Ινουίτ, όσο και να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τις οικογένειες τους στο νησί. Κάπως έτσι, κάθε δεσμός με τους γονείς τους αποκόπηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Τα παιδιά κατέληξαν να είναι παρίες στην ίδια τους τη χώρα: Δεν τους αποδέχτηκαν ούτε οι Ινουίτ (αφού πλέον μιλούσαν δανέζικα), αλλά ούτε κατάφεραν να γίνουν… μικροί Δανοί.
Η Τίσεν λέει πως το «πείραμα» αυτό είχε ανεπανόρθωτες αρνητικές συνέπειες στον ψυχισμό των παιδιών.
«Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου είχα ξεσπάσματα θλίψης και έβαζα εύκολα τα κλάματα. Τόσο εγώ, όσο και τα υπόλοιπα παιδιά νιώθουμε πως κάτι πήγε στραβά. Η πορεία μας το αποδεικνυει, άλλωστε: Κάποια από τα παιδιά κατέληξαν να είναι άστεγοι, άλλα κατέληξαν αλκοολικοί και τα περισσότερα πέθαναν σε μικρή ηλικία», συνοψίζει η Τίσεν που εξακολουθεί να έχει επαφή και με τους επτά ανθρώπους από το πείραμα αυτό που βρίσκονται ακόμη εν ζωή.
Αυτό που ζητάνε σήμερα τα παιδιά των Ινουίτ είναι μια επίσημη συγγνώμη από τη δανέζικη κυβέρνηση. «Έχουμε δεχτεί μια συγγνώμη από τον Ερυθρό Σταυρό της Δανίας, αλλά όχι από την επίσημη κυβέρνηση της χώρας», λέει η Τίσεν.
«Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια κατάφωρη καταπάτηση των παιδικών δικαιωμάτων. Το πείραμα αυτό μπορεί να ξεκίνησε με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά κατέληξε να πάει στραβά», προσθέτει η Μίμι Γιάκομπσεν, γενική γραμματέας της οργάνωσης «Save the Children Denmark» για τα δικαιώματα των παιδιών.
«Εξακολουθώ να νιώθω πικραμένη κι απογοητευμένη. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται μια κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει μικρά παιδιά ως πειραματόζωα. Είναι απλώς ανεξήγητο και θα παραμείνει έτσι για μένα μέχρι να πεθάνω», καταλήγει η Τίσεν.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου