Οι εκλογές στην Τουρκία θα δείξουν κατά πόσο, μετά από 13 χρόνια, έχει ξεθωριάσει η εικόνα του ισλαμιστή Ατατούρκ που έχτιζε επιμελώς ο Ερντογάν
Μπορεί να αληθεύει ότι στην πολιτική κάνουν κουμάντο τα λόμπι, αλλά και οι ηγετικές φυσιογνωμίες παίζουν σημαντικό ρόλο, ιδίως αν αναφερόμαστε όχι σε κάποια ευρωπαϊκή δημοκρατία, αλλά σε ένα κράτος χωρίς πολιτική κουλτούρα δυτικού τύπου.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι μια τέτοια προσωπικότητα - ηγετική. Και η Τουρκία είναι ένα τέτοιο κράτος - όχι στις top δημοκρατίες παγκοσμίως. Οι δυο τους συναντήθηκαν επισήμως για πρώτη φορά το 1994, όταν ο Ερντογάν ανέλαβε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και, με το πετυχημένο έργο του, έδειξε ότι ξέρει να διοικεί, έστω κι αν κάποιες αποφάσεις του, όπως η απαγόρευση κατανάλωσης αλκοόλ στα καφέ, έδειχναν συγκεντρωτισμό . Πολύ νωρίτερα, είχε ήδη δείξει ότι ξέρει και να συγκρούεται: τη δεκαετία του ’80, επί δικτατορίας, αρνήθηκε να ξυρίσει το μουστάκι του, απόφαση αρκετά επαναστατική ώστε να χάσει τη δουλειά του στις δημοτικές συγκοινωνίες της Κωνσταντινούπολης. Και, το 1997, όταν το ισλαμιστικό κόμμα της Ευημερίας, στο οποίο συμμετείχε από πολύ νέος, κρίθηκε παράνομο, ο Ερντογάν προκάλεσε το κατεστημένο απαγγέλλοντας δημοσίως ένα ποίημα που το δικαστήριο έκρινε ότι υποκινούσε το θρησκευτικό μίσος: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι τους τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας».
Η δημαρχία έκλεισε τις πόρτες της, η φυλακή άνοιξε για δέκα μήνες τις δικές της, αλλά όταν, μόλις τέσσερις μήνες μετά, αποφυλακίστηκε, ο Ερντογάν ήξερε ότι η θητεία του στη στενή δεν ήταν παρά μια συστατική επιστολή προς τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους. Ακόμη μια, για την ακρίβεια, μαζί με το συντηρητικό πολιτικό του προφίλ, τις πολιτικές του διασυνδέσεις και τις λαϊκές καταβολές που συμπλήρωναν το image του: Από μικρός στη βιοπάλη, έγινε μικροπωλητής για να τελειώσει τις σπουδές του και ημί-επαγγελματίας ποδοσφαιριστής αργότερα. Έτσι εξηγείται εκείνο το χατ-τρικ που είχε πετύχει πέρυσι σε αγώνα επίδειξης (και όχι επειδή δεν άπλωνε κανείς το πόδι να τον σταματήσει, όπως φαίνεται στο video).
Το 2001, χρονιά της οικονομικής κρίσης που έφερε το ΔΝΤ στην Τουρκία, ο Ερντογάν ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, AKP, ένα συντηρητικό σχηματισμό, με φιλοδυτικό προσανατολισμό και θέσεις υπέρ μιας ανοιχτής οικονομίας που προσέλκυαν μεγάλους επιχειρηματίες. Διακήρυξε το σεβασμό των αρχών του κοσμικού κράτους, αλλά εξέφρασε τους ισλαμιστές και υποστηρίχθηκε από τον πρώην ιμάμη και μεγαλοεπιχειρηματία Φετουλάχ Γκιουλέν.
Στις εκλογές του 2002, η λαϊκή δυσαρέσκεια έφερε το AKP στην εξουσία και, ένα χρόνο αργότερα, ο Ερντογάν κατέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού και ενισχύθηκε πετυχαίνοντας να περιορίσει την επιρροή των στρατιωτικών κύκλων. Ακολούθησαν τρεις πρωθυπουργικές θητείες, βασισμένες σε αυτό που θεωρήθηκε ένα «οικονομικό θαύμα». Σε 13 χρόνια, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τριπλασιάστηκε, ο κατασκευαστικός τομέας γιγαντώθηκε, οι ουρανοξύστες και τα mall στις μεγάλες πόλεις φύτρωναν σαν τα μανιτάρια και οι πολίτες είδαν τις τσέπες τους να φουσκώνουν. Μόνο που το χρήμα ήταν πλαστικό: το συνολικό χρέος από πιστωτικές κάρτες αυξήθηκε από 14 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες το 2004 σε 82 δισεκατομμύρια τον Οκτώβριο του 2013, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το μισό των κεφαλαίων που κατευθύνθηκαν στον καταναλωτικό δανεισμό.
Πολίτες και επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά επιτόκια και βρήκαν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα που τροφοδότησε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης κι ενίσχυσε την κυβερνητική αφήγηση για την εύρωστη οικονομία. Η ύφεση του 2009 θεωρήθηκε ένα πρόσκαιρο διάλειμμα – και ήταν, καθώς τα δανεικά συνέχισαν και τα επόμενα χρόνια να ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ η οικονομία ευνοήθηκε και από τη μεγάλη πτώση της τιμής του πετρελαίου. Όμως , από πέρυσι η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ τερμάτισε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που επί μια εξαετία είχε προσφέρει ρευστότητα, ενώ τα αμερικανικά επιτόκια προβλέπεται να αυξηθούν. Η τουρκική λίρα υποτιμάται συνεχώς, το συνολικό δημόσιο χρέος διογκώθηκε (από 38% του ΑΕΠ το 2008, σε 47,3% το 2013) και οι οικονομικοί αναλυτές που αρέσκονται να εφευρίσκουν ακρωνύμια για τις χώρες που «βγαίνουν στη σέντρα» κατέταξαν αρχικά την Τουρκία στου «5 εύθραυστους», μαζί με τη Βραζιλία, την Ινδία, την Ινδονησία και τη Νότιο Αφρική και, εσχάτως, στους «2 τρυφερούς», με παρέα μόνο τη Νότιο Αφρική.
Η προσέλκυση επενδύσεων σε αυτές τις χώρες εκτιμάται ότι θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ενώ, ειδικά για την Τουρκία, εκφράζονται κι άλλες ανησυχίες που σχετίζονται με την εκτεταμένη διαφθορά, τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου, το μεγάλο μη μισθολογικό κόστος και τη χαμηλή κατάρτιση μεγάλου τμήματος του εργατικού δυναμικού. Το success story του Ερντογάν και του AKP γίνεται όλο και πιο δύσκολο να «πουληθεί» σε μια κοινωνία που βλέπει την ανεργία να αυξάνεται, με το ποσοστό της να φθάνει το 11,2% στο γενικό πληθυσμό και να είναι σχεδόν διπλάσιο στους νέους.
Παράλληλα, μετά τις σοβαρές ταραχές που ξέσπασαν στην πλατεία Ταξίμ το 2013, το καθεστώς έχει δείξει ένα ιδιαίτερα αυταρχικό πρόσωπο, με άγρια καταστολή, διώξεις αντιφρονούντων και δημοσιογράφων, αλλά και γελοίες απόπειρες φίμωσης του Twitter και του YouTube που έπληξαν ακόμη περισσότερο την εικόνα του Ερντογάν, καθώς το συνταγματικό δικαστήριο τις ακύρωσε και ο ίδιος αντεπιτέθηκε με κορώνες του τύπου: «αντί να λογαριάζουν -οι δικαστές- τις ηθικές και εθνικές μας αξίες, προστατεύουν τις αμερικανικές εταιρείες».
Έκτοτε, ο Ερντογάν παραδίδεται στο χλευασμό των κοινωνικών μέσων με κάθε ευκαιρία. Και δίνει πολλές, από τη μετακόμισή του στο «αυτοκρατορικό» παλάτι των χιλίων δωματίων που, κατά την αντιπολίτευση έχει χρυσά καθίσματα τουαλέτας, έως τα υποτιμητικά του σχόλια για τις γυναίκες που του απέφεραν χιλιάδες πόζες με γυρισμένες πλάτες από το θηλυκό φύλο αναρτημένες στο διαδίκτυο.
Οι τουρκικές εκλογές είναι η κατάληξη μιας προεκλογικής περιόδου που χαρακτηρίστηκε από σχεδόν εμφυλιοπολεμικό κλίμα: ακραία πόλωση, όξυνση, βαριές κατηγορίες, διώξεις, αυταρχισμός, βομβιστικές επιθέσεις - φαινόμενα συμβατά με την πολιτική κατάσταση της τελευταίας περιόδου, σε μια χώρα που βλέπει το αφήγημα του «οικονομικού θαύματος» να κλυδωνίζεται σοβαρά. Μαζί του, κλονίζεται και η πολιτική σταθερότητα που χαρακτήρισε την πρώτη περίοδο του καθεστώτος Ερντογάν. Ο ίδιος ο Ερντογάν από τον Αύγουστο του 2014 άφησε τη θέση του πρωθυπουργού, καταλαμβάνοντας τον προεδρικό θώκο με ποσοστό 52% - στις πρώτες απευθείας εκλογές για την ανάδειξη προέδρου, μετά την αλλαγή του σχετικού νόμου με δημοψήφισμα, το 2010. Έκτοτε, μεθοδεύει με κάθε τρόπο τη διεύρυνση των προεδρικών εξουσιών, σε αυτό που ο ίδιος βλέπει ως λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας, αλλά οι αντίπαλοί του εκτιμούν ότι, εφόσον συμβεί, οι υπερεξουσίες που θα αποκτήσει ο πρόεδρος θα απειλήσουν σοβαρά την κοινοβουλευτική δημοκρατία, εγκαθιδρύοντας στην πράξη μια δικτατορικού τύπου προεδρία. «Α λα Πούτιν», προσθέτουν οι «θαυμαστές» του Ρώσου προέδρου.
Ο Ερντογάν, ως πρόεδρος της δημοκρατίας, τυπικά δεν συμμετέχει στις σημερινές κοινοβουλευτικές εκλογές. Όμως, ποτέ άλλοτε ένας «αμέτοχος» δεν ήταν τόσο άμεσα ενδιαφερόμενος. Αν το AKP εξασφαλίσει πάνω από το 60% των 550 εδρών, μπορεί να ζητήσει δημοψήφισμα για την αλλαγή του Συντάγματος και τη μετατροπή του πολιτεύματος, από προεδρευόμενη δημοκρατία που είναι σήμερα σε προεδρική. Επισήμως, αυτή είναι και η θέση του σημερινού πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, αν και δεν είναι πια μυστικό ότι οι σχέσεις του με τον Ερντογάν έχουν πάρει ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Το καλύτερο σενάριο για τον Νταβούτογλου είναι το AKP να εξασφαλίσει μιαν άνετη αυτοδυναμία, χωρίς όμως να φθάσει στις 330 έδρες και, πολύ περισσότερο, στις 367 (τα δύο τρίτα του συνόλου) που του επιτρέπουν να προχωρήσει σε αλλαγή του Συντάγματος χωρίς δημοψήφισμα.
Σύμφωνα πάντως με τις δημοσκοπήσεις είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ακόμη και το αν το AKP καταφέρει να είναι αυτοδύναμο. Το ποσοστό που εκτιμάται ότι θα πάρει (41-42%) είναι πολύ μικρότερο από το 49,8% που έλαβε στις προηγούμενες εκλογές και, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη είσοδο του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, HDP, στη Βουλή (αν τα καταφέρει, θα είναι η πρώτη φορά που ένα φιλοκουρδικό κόμμα ξεπερνά το εκλογικό «κατώφλι» του 10% και εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο), καθιστούν το όνειρο του Ερντογάν να γίνει Σουλτάνος, παραμύθι της Χαλιμάς.
Αν αποτύχει, όπως φαίνεται, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησε. Χρησιμοποίησε κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του, από το καρότο ως το μαστίγιο - με έμφαση δεύτερο τα τελευταία χρόνια που τα σκάνδαλα διαφθοράς έπληξαν υπουργούς της κυβέρνησής του, αλλά και την οικογένειά του, με τον ίδιο να απορρίπτει ως «κατασκευασμένο» το ηχητικό απόσπασμα στο οποίο φέρεται να ζητά από το γιο του να ξεφορτωθεί τεράστια ποσότητα μετρητών. Οι μηνύσεις σε ηγέτες της αντιπολίτευσης και οι διώξεις εναντίον όσων δημοσιογράφων ασκούν κριτική (οι υπόλοιποι εργάζονται σε μέσα ενημέρωσης που συγκεντρώθηκαν από επιχειρηματίες οι οποίοι στηρίζουν το AKP) συνοδεύτηκαν από φραστικές επιθέσεις εναντίον της Ευρωπαίκής Ένωσης («να κοιτάζει τη δουλειά της») και κόντρες με διεθνή ΜΜΕ, όπως οι New York Times που έγραψαν ότι «μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται πάνω από την Τουρκία».
Ο Ερντογάν έκανε λόγο για συνωμοσία με στόχο την ανατροπή του, πίσω από την οποία βρίσκεται ο Γκιουλέν, που από πνευματικός καθοδηγητής είναι τώρα ο μεγαλύτερος εχθρός του Τούρκου προέδρου. Παράλληλα, προσπαθεί να ρίξει χρήμα στην αγορά για κατανάλωση, πιέζοντας τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας να ρίξει τα επιτόκια. Όμως, οι προεκλογικές παροχές δεν αρκούν και η εποχή της παντοδυναμίας του μοιάζει να παίρνει τέλος.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου