Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Το μεγάλο παιχνίδι: Οι Μεγάλες Δυνάμεις υποδαύλισαν την ελληνική κρίση


Του Γιώργου Καραμπελιά

Παρ’ ότι αμφιβάλλω για τα υπολείμματα ευθυκρισίας τα οποία έχουν απομείνει στους Έλληνες, μετά από πέντε χρόνια λιτότητας και πέντε μήνες οργουελιανού newspeak που μεταβάλλει το μαύρο σε άσπρο και τανάπαλιν, θα συνεχίσω να επαναλαμβάνω μονότονα κάποιες αλήθειες στις οποίες επιμένω, όπως γνωρίζουν οι παλιότεροι αναγνώστες μας, ήδη από τις αρχές της κρίσης.

Το πρώτο και βασικό στοιχείο είναι πως, στη Γερμανία και σε ένα μεγάλο μέρος της Βόρειας Ευρώπης, υπάρχει ένα ισχυρότατο λόμπι το οποίο, σε μια λογική οικονομικής πειθάρχησης, επιδιώκει την εκδίωξη της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή, στην έσχατη περίπτωση, την ολοκληρωτική εκπτώχευση και υποταγή της. Παράλληλα, ένα άλλο μεγάλο μέρος της Ευρώπης, για γεωπολιτικούς λόγους κυρίως, δεν επιθυμεί την έξωση της Ελλάδας. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της διαίρεσης, που διαπερνά ακόμα και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης, είναι η συστηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στους πολιτικούς υπεύθυνους και τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης. Ακραία περίπτωση αυτής της αντίθεσης αποτελεί η περίπτωση της Αυστρίας, ο καγκελάριος της οποίας, εδώ και χρόνια, εμφανίζεται ως «φιλέλληνας», ενώ ο υπουργός Οικονομικών της συντάσσεται πάντα με τον Σόιμπλε και τους πιο ακραίους αντιπάλους της Ελλάδας. Γι’ αυτό και το Γιούρογκρουπ, δηλαδή οι υπουργοί Οικονομικών, συντάσσεται σχεδόν πάντα με τον Σόιμπλε, ενώ αντίθετα, στην Επιτροπή της Ένωσης, κυριαρχεί η ηπιότερη εκδοχή αντιμετώπισης της Ελλάδας την οποία εκπροσωπεί ο Γιουνκέρ. Σε ηπιότερη έκφραση, η ίδια αντίθεση, ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, εκφράστηκε και στο εσωτερικό της Γερμανίας ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, με αποκορύφωμα τις αγκαλιές του Τσίπρα με τη Μέρκελ από τη μία πλευρά και τα γρονθοκοπήματα Σόιμπλε–Βαρουφάκη από την άλλη. Γι’ αυτό, εξάλλου, και ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξαν τη θεωρία της «λύσης» σε πολιτικό επίπεδο και με πολιτική διαπραγμάτευση.

Η στρατηγική του Σόιμπλε, του Αυστριακού υπουργού Οικονομικών και πολλών άλλων υπουργών των Βορείων χωρών συνίσταται στην εμμονή σε μία ακραία στρατηγική εξώθησης των επιβαλλόμενων μέτρων στα άκρα, έτσι ώστε να προκληθεί ρήξη με την Ελλάδα, συνεπικουρούντος του ελληνικού κόμματος της δραχμής, των αρπακτικών που περιμένουν με 200 δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν στο εξωτερικό για να αγοράσουν όλη την ελληνική οικονομία, αν επιτύχει το περιπόθητο grexit. Προφανώς, αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει και το εσωτερικό ιδεολογικό «κόμμα της δραχμής», που αρχίζει από τους φονταμενταλιστές του μπολσεβικισμού, του σταλινισμού και του τροτσκισμού, οι οποίοι συνωθούνται στην αριστερά, και φθάνει στους φονταμενταλιστές της ορθοδοξίας του ανατολικορωμαίικου κόμματος και τους ναζί της Χ.Α.

Ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα επένδυε, υποτίθεται, στη χρησιμοποίηση των γεωπολιτικών και πολιτικών συνιστωσών της ευρωπαϊκής πολιτικής, «ξέχασε» ένα απλό γεγονός. Ότι η αντιπαράθεση δεν αφορά στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα της Μ. Ανατολής, ούτε στον προσανατολισμό της Ε.Ε., αλλά σε ένα κατεξοχήν οικονομικό ζήτημα, δηλαδή την οικονομική κρίση που ταλανίζει εδώ και έξι χρόνια την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να διεξαχθεί μία πολιτική διαπραγμάτευση η οποία θα μπορεί να αγνοεί την οικονομική παράμετρο και τον ρόλο των οικονομικών θεσμών (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, EFSΜ, Eurogroup κ.λπ.). Κατά συνέπεια, η πολιτική διαπραγμάτευση μπορούσε απλώς να απαλύνει τα επιβαλλόμενα μέτρα ή να εμποδίσει, όπως έχει κάνει επί έξι χρόνια, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αλλά όχι και να εξαλείψει τα ίδια αυτά τα οικονομικά μέτρα. Η Μέρκελ, ο Γιουνγκέρ, ο Ολάντ και κομπανία παρεμβαίνουν στην κρίση χρέους της Ελλάδας και όχι γενικά και αφηρημένα σε μία κρίση για το «μέλλον της Ευρώπης» και άλλες χαζοχαρούμενες συριζέικες μπούρδες. Έτσι, λοιπόν, όταν το μαχαίρι έφθασε στο κόκαλο, η «ήπια» εκδοχή Γιουνκέρ, Μέρκελ, Ολάντ υποχώρησε στη σκληρή εκδοχή Ντάιζελμπλουμ και γι’ αυτό εκείνο που πέτυχε τις τελευταίες εβδομάδες η (μη) διαπραγμάτευση ΣΥΡΙΖΑ ήταν να «τσιμεντώσει» το μέτωπο Σόιμπλε – χαρακτηριστικό είναι ότι στη Γερμανία, την τελευταία εβδομάδα, η δημοτικότητα του Σόιμπλε εκτινάχθηκε το 70% (ξεπερνώντας εκείνη της καγκελαρίου) και έτσι υποχρέωσε τη Μέρκελ να συνταχθεί με το σκληρό μέτωπο.

Παρ’ όλο λοιπόν που την τελευταία περίοδο, το 2014, πριν από τις αρχές της βαρουφακιάδας, η γραμμή του grexit είχε υποχωρήσει, επανήλθε πλησίστια και ενισχυμένη από τους σαλτιμπαγκισμούς και την ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης.

Απόδειξη εξάλλου της ενίσχυσης αυτού του μετώπου αποτελεί και η αναιμική έως μηδενική αντίδραση των «αγορών» σε ένα ενδεχόμενο grexit, σε πλήρη αντίθεση με τις φαντασιώσεις εκείνων που παριστάνουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και προσδοκούσαν μια σαρωτική οικονομική πτώση που θα έκανε τον Σόιμπλε να πέσει εκλιπαρώντας στα πόδια του Βαρουφάκη.

Ανάλογες είναι οι εξελίξεις και στον άλλο πόλο των οικονομικοπολιτικών αποφάσεων, δηλαδή το ΔΝΤ και τους Αμερικανούς. Εδώ, η αρχική εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρώτο μνημόνιο, η οποία πραγματοποιήθηκε με την εμμονή του να βάλει τον αμερικανικό παράγοντα από την πίσω πόρτα στην Ευρώπη (οι αναγνώστες δεν πρέπει να ξεχνούν πως το ΔΝΤ έχει πάντα Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος βρίσκεται στο προσκήνιο των επαφών, αλλά διοικείται ουσιαστικά από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, που είναι σήμερα ο Τζέρι Ράις). Έτσι, το ΔΝΤ εξελίχθηκε σε αποφασιστικό παράγοντα που ενέπλεξε και περιέπλεξε παραπέρα το ζήτημα της ελληνικής διαπραγμάτευσης, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ενίσχυση της στρατηγικής του Σόιμπλε.

Η στρατηγική του ΔΝΤ, από την αρχή της κρίσης, ήταν επικεντρωμένη σε έναν βασικό στόχο. Να προκαλέσει, μέσω της Ελλάδας, μια αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, τόσο μέσα από τη διαιώνιση της ελληνικής κρίσης και την αποδυνάμωση του ευρώ όσο και με το να πλήξει τις ευρωπαϊκές οικονομίες και τράπεζες μέσα από τα χρέη της Ελλάδας, αρχικώς, και πιθανώς άλλων υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών στη συνέχεια. Γι’ αυτό είχε διαρκώς μία αντιφατική από πρώτη άποψη παρουσία. Από τη μία πλευρά επέμενε διαρκώς στο κούρεμα του ελληνικού χρέους, ιδιωτικού ή δημόσιου, επιδιώκοντας δηλαδή να πλήξει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα δημόσια οικονομικά των Ευρωπαίων δανειστών της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε την πιο σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, σαμποτάροντας αναρίθμητες φορές τις συμφωνίες. Ο περιβόητος Πολ Τόμσεν ανταμείφθηκε εξάλλου για τον ρόλο του σε αυτό το σατανικό παιχνίδι με την εκτίναξή του στην ηγεσία του ΔΝΤ. Συμφέρον των Αμερικανών ήταν να διαιωνίζεται η κρίση, να αιμορραγεί η Ευρώπη και παράλληλα να δημιουργούνται οι πιθανές προϋποθέσεις για ένα πιθανό grexit, σε βάθος χρόνου, που θα αφαιρούσε από την Ευρώπη την παρουσία της, μέσω της Ελλάδας, σε αυτήν την αποφασιστική γεωπολιτικά περιοχή του κόσμου.

Δηλαδή, η Ελλάδα, μέσω πρακτόρων, χρήσιμων ηλιθίων και ενεργουμένων, μεταβλήθηκε στο παίγνιο της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, με βαρύτατο τίμημα για τον ελληνικό λαό.

Αυτή η πολιτική, στην αντιφατικότητά της, δεν εκφραζόταν μόνο μέσω του ΔΝΤ αλλά και μέσω της ίδιας της αμερικανικής πολιτικής, δηλαδή των οικονομικών φορέων και της κυβέρνησης. Δηλαδή, από τη μία πλευρά, ο Ομπάμα και οι υπουργοί Οικονομικών (Γκάιτνερ και Λιου στη συνέχεια) παρενέβαιναν πυροσβεστικά, κυρίως το 2012, για να εμποδίσουν μία έξοδο της Ελλάδας εκείνη τη στιγμή, που απειλούσε να επιδεινώσει την κρίση σ’ όλη την παγκόσμια οικονομία, και από την άλλη, ενίσχυαν διαρκώς και την ακριβώς αντίθετη πτέρυγα. Οι οίκοι αξιολόγησης, ελεγχόμενοι από τους Αμερικανούς και το αμερικανοεβραϊκό λόμπι, υποβάθμιζαν συνεχώς την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες, οι αγγλοσαξωνικές εφημερίδες και οι οικονομολόγοι «φίλοι» της Ελλάδας, και μάλιστα αρχικώς του ΓΑΠ και εν συνεχεία του Τσίπρα, Κρούγκμαν, Στίγκλιτς, Γκαλμπρέιθ, προπαγάνδιζαν διαρκώς την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ κ.ο.κ. Διότι το συμφέρον των Αμερικανών, όπως προείπαμε, ήταν η διαιώνιση και επιδείνωση της κρίσης στην Ευρώπη, πράγμα που την ίδια στιγμή εξάλλου πραγματοποιούσαν και στα ανατολικά σύνορά της, στην Ουκρανία, ώστε να αποκόψουν την Ευρώπη και κατεξοχήν τη Γερμανία από τη Ρωσία.

Αυτή η αμερικανική στρατηγική εμπεριείχε και την ενίσχυση των ανάλογων πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα που μπορούσαν να προκαλέσουν ή να επιτείνουν αυτή την κρίση. Ο ρόλος του ΓΑΠ ήταν καθοριστικός και παραμένει ανεξήγητος αν δεν ληφθούν υπ’ όψιν αυτοί οι σχεδιασμοί. Επί έξι μήνες έκανε το παν για να αποκόψει την Ελλάδα από τις αγορές, φουσκώνοντας ακόμα και τα στατιστικά στοιχεία για τα ελλείμματα, ώστε να οδηγηθούμε στα νύχια του ΔΝΤ και του Σόιμπλε, που από διαφορετική στόχευση είχαν παρόμοιες επιθυμίες (η στρατηγική Σόιμπλε στηρίζεται στην άποψη πως η Ευρώπη πρέπει να ενωθεί γύρω από τον γερμανικό της πυρήνα, έχοντας αποβάλει σε έναν περιφερειακό χώρο ξερά κλαδιά όπως η Ελλάδα). Στη συνέχεια, όταν το καθαρόαιμο ΓΑΠ μεταβλήθηκε σε πληγιασμένο παλιάλογο, έπρεπε να βρεθούν νέοι πολιτικοί συνδυασμοί για την παρέμβαση των υπερατλαντικών. Και πέρα από τις γνωστές επαφές με μέρη του παλιού πολιτικού συστήματος, οι Αμερικανοί επένδυσαν συστηματικά σε δύο κατευθύνσεις: τη «μεγάλη και τη μικρή». Η «μεγάλη» αφορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναδεικνυόταν ως ο νέος πολιτικός πόλος που θα αντικαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ και τον ΓΑΠ, και η “μικρή”, τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος εξάλλου δεν έκρυβε ποτέ τον φιλοαμερικανισμό του και πρότεινε ανοικτά να περάσουμε σε μια δραχμή συνδεδεμένη με το δολάριο.

Έτσι, συστηματικά, εκμεταλλευόμενοι τη δίψα για εξουσία του Αλέξη Τσίπρα, ένα μεγάλο μέρος του επιτελείου του Γιώργου συνδέθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Κατσέλη, ο Βαρουφάκης, η Παναρίτη, ο Κοτζιάς κ.ά. πολλοί – προσχώρηση η οποία επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει επαφές πέραν του Ατλαντικού και να αρχίσει να θεωρείται μια πιθανή κυβερνητική λύση, από ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κατεστημένου (κατεξοχήν εκείνων που έχουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό), των εφοπλιστών, π.χ., Γιάννα Αγγελοπούλου κ.λπ. Το γεγονός ότι ο Γιάννης Βαρουφάκης, παλιός σύμβουλος του ΓΑΠ, συνδεδεμένος ανοιχτά με το ινστιτούτο Σόρος και το ινστιτούτο Λέβι, ανέλαβε την κεντρική διαπραγμάτευση με τους δανειστές ενείχε πάντοτε τη δυνατότητα του σαμποταρίσματός της. Παράλληλα, άλλα στρατηγικά υπουργεία παραχωρήθηκαν σε δυνάμεις φιλικές προς τους Αμερικανούς και εχθρικές προς τη Γερμανία και την Ευρώπη (η λυσσαλέα αντίδραση των Γερμανών και άλλων ευρωκρατών, καθώς και του Ποταμιού, απέναντι στον Πάνο Καμμένο δεν ερμηνεύεται μόνο ή κυρίως εξαιτίας των δήθεν ακροδεξιών του απόψεων αλλά μάλλον εξαιτίας του ανοικτού ατλαντικού του προσανατολισμού, παρά τις προσπάθειες να τον συσκοτίσει και με ολίγους Ρώσους ολιγάρχες). Έτσι, όταν ο Βαρουφάκης σαμποτάρισε ανοιχτά τις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους, προφανώς σε διασύνδεση με τους μέντορές του των πολυποίκιλων ιδρυμάτων και μηχανισμών, σε αγαστή σύμπνοια με τη Λαγκάρντ και τον Σόιμπλε, κατέστη πλέον δυνατόν να εξελιχθεί το plan Β των Αμερικανών. Αφού οι Έλληνες δεν μπορούν να αντέξουν στην ευρωζώνη, και οι ίδιοι έκαναν ό,τι μπορούσαν γι’ αυτό, αναπτύσσεται πλέον ανοιχτά η στρατηγική της δραχμής. Μια Ελλάδα εκπτωχευμένη θα προσφύγει αναγκαστικά, πιστεύουν, στις ΗΠΑ και τότε ίσως να μην τους χρειάζεται και ο Τσίπρας. Και θα εξαρτάται πλέον από αυτούς σε μεγάλο βαθμό, έτσι ώστε να μπορούν να πραγματοποιήσουν το σενάριο της ανασύστασης του αμερικανικού πόλου στη Μ. Ανατολή, μεταξύ Ισραήλ, Τουρκίας και μιας εκτουρκευμένης Κύπρου και Ελλάδας, η οποία θα αποτελεί το δώρο της Αμερικής στον Ερντογάν, όπως είχε συμβεί το 2004 με την προσφορά της Κύπρου προκειμένου να μπει η Τουρκία στο μέτωπο κατά του Σαντάμ.

Ο αναγνώστης, ο οποίος έχει ανατραφεί είτε με σενάρια συνωμοσιολογίας είτε με χορτάρι «δημοκρατίας και ελευθερίας» της δυτικής ή της ψευδοαριστερής προπαγάνδας, δεν μπορεί να κατανοήσει πως όσα προαναφέραμε δεν αποτελούν συνωμοσιολογία αλλά ρεαλιστική ανάλυση της πραγματικότητας. Οι μεγάλες δυνάμεις διαθέτουν πάντα πολλές εναλλακτικές λύσεις στη φαρέτρα τους, προσαρμόζονται στις κοινωνικές και γεωπολιτικές εξελίξεις και, ανάλογα με την περίπτωση, επιλέγουν τη μία ή την άλλη εκδοχή. Δεν είναι οι Αμερικανοί που αποκαθήλωσαν τον ΓΑΠ για να τον αντικαταστήσουν με τον Τσίπρα. Δεν είναι αυτό που ισχυρίζομαι. Απλούστατα, η κατάρρευση του ΓΑΠ και του παλιού ΠΑΣΟΚ τούς έθεσε επιτακτικά την ανάγκη να συνδεθούν με τις νέες, αναδυόμενες από την κρίση, δυνάμεις, και η απίστευτη τυχοδιωκτική εξουσιομανία του Τσίπρα τους προσέφερε τη δυνατότητα να τον προσεγγίσουν και, αν χρειαστεί, να τον χρησιμοποιήσουν, ακόμα και εν αγνοία του(;!) Οι παλιοί φίλοι του Άρδην και των αναλύσεών μου αξίζει ίσως να θυμηθούν πως, τον Μάιο του 2012, όταν ο Τσίπρας, επικεφαλής μιας έως τότε ασήμαντης συμπαράταξης μικρών ομάδων, προβλήθηκε ως η εναλλακτική κυβερνώσα αριστερά, είχα εξοργισθεί, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Λέγοντας πως, επειδή στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ούτε οικονομικές ούτε οι κοινωνικές προϋποθέσεις για μια αυθεντική εναλλακτική διακυβέρνηση, κάθε εγχείρημα ανόδου στην εξουσία, προϋπέθετε συμφωνίες και συμμαχίες ανίερες που θα εξασφάλιζαν την απαραίτητη βάση γι’ αυτήν, και βέβαια, κάποια στιγμή, οι σύμμαχοι θα έστελναν τον λογαριασμό, απαιτώντας από τον ελληνικό λαό να τον καταβάλει. Αλλά επειδή, όπως λέει ο μεγάλος Χέγκελ, το πουλί της σοφίας πετάει πάντα το σούρουπο, ο ελληνικός λαός καλείται να ανακαλύψει αυτές τις πραγματικότητες όταν το δράμα οδηγείται στην κορύφωσή του και έχει αρχίσει ήδη το σούρουπο μιας εγκληματικά τυχοδιωκτικής πορείας.



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου